ἀρίζηλος: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr
(6) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀρίζηλος]], -ον και -η, -ον (Α)<br />Ι. 1. [[φανερός]], [[καταφανής]]<br /><b>2.</b> (για τη [[λάμψη]] ουράνιων σωμάτων) πολύ [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[θαυμαστός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[σαφώς]] («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[αρίδηλος]] «προφανέστατος, εύκολα [[αναγνωρίσιμος]]». Το β<i>'</i> συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -<i>δyηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> δέοντο «φαινόταν»), αν και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[παραλλαγή]] του [[δήλος]], όπου το <i>j</i> [[είναι]] μια [[μορφή]] [[διπλού]] <i>δ</i>, [[είναι]] περισσότερο υποστηρίξιμη]. | |mltxt=[[ἀρίζηλος]], -ον και -η, -ον (Α)<br />Ι. 1. [[φανερός]], [[καταφανής]]<br /><b>2.</b> (για τη [[λάμψη]] ουράνιων σωμάτων) πολύ [[φωτεινός]], [[λαμπρός]]<br /><b>3.</b> (για ήχο) [[ισχυρός]], [[δυνατός]]<br /><b>4.</b> (για πρόσωπα) [[θαυμαστός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> [[σαφώς]] («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παράλληλος τ. του [[αρίδηλος]] «προφανέστατος, εύκολα [[αναγνωρίσιμος]]». Το β<i>'</i> συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -<i>δyηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> δέοντο «φαινόταν»), αν και η [[άποψη]] ότι αποτελεί [[παραλλαγή]] του [[δήλος]], όπου το <i>j</i> [[είναι]] μια [[μορφή]] [[διπλού]] <i>δ</i>, [[είναι]] περισσότερο υποστηρίξιμη]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρίζηλος:''' -ον και -η, -ον, Επικ. αντί [[ἀρίδηλος]] (βλ. Ζ,ζ II), [[φανερός]], [[πολύ]] [[εμφανής]], [[εναργής]], λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[φωνή]], στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, [[έξοχος]], [[διαπρεπής]], στο ίδ.· επίρρ. [[ἀριζήλως]] εἰρημένα, τα ειπωμένα με [[σαφήνεια]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], ον (Dor.
A -ζηλος IG9(1).270), also η, ον, v. infr.:—Ep. for ἀρίδηλος (-ζηλος from δyηλος, cf. δῆλος from δεyαλος and δέατο), conspicuous, of lightning, ἀρίζηλοι δέ οἱ αὐγαί Il.13.244, cf. Pi.O.2.61, S.lchn.72; of sound, ὡς δ' ὅτ' ἀριζήλη φωνή Il.18.219; of persons whom all admire, ὥς τε θεώ περ ἀμφὶς ἀριζήλω ib.519, AP4.1.3 (Mel.), etc.; ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6. Adv. ἀριζήλως, εἰρημένα a plain tale, Od. 12.453. II Dor. ἀρίζαλος (ζῆλος), = sq., Call.Epigr.52, Hsch.s.v.ἀρι-.
German (Pape)
[Seite 350] 1) = ἀρίδηλος, sehr deutlich; fem. ἀριζήλη φωνή Iliad. 18, 219. 221; ἀρίζηλοι αὐγαί 13, 244. 22, 27; ἀμφὶς ἀριζήλω 18, 519; advb. ἀριζήλως Od. 12, 453; v. l. Iliad. 2, 318 τὸν μὲν ἀρίζηλον θῆκεν θεός, daneben die Lesarten ἀρίδηλον, ἀίζηλον, ἀίδηλον, s. Scholl. Aristonic., Apoll. Lex. 16, 28, Buttmann Lexik. 1 S. 247, u. vgl. ἀίδηλος u. ἀίζηλος; – ἀστήρ Pind. Ol. 2, 61. – 2) sehr beneidet, beneidenswerth, glücklich, Hes. O. 6 Theocr. 17, 57 Callim. ep. 16 (V, 146) Mel. 1 (IV. 1).
Greek (Liddell-Scott)
ἀρίζηλος: -ον, καὶ η, ον, ἴδε κατωτέρ.: - Ἐπ. ἀντὶ ἀρίδηλος (ἴδε Ζ ζ ΙΙ. 2), φανερὸς ἐναργής, Λατ. insignis, ἐπὶ τοῦ φωτὸς ἀστέρος, ἀρίζηλοι δὲ οἱ αὐγαί, «μεγάλως ἔκδηλοι» (Σχόλ.) Ἰλ. Ν. 244, πρβλ. Πινδ. Ο. 2. 101 ἐπὶ τοῦ ἤχου φωνῆς, ὡς δ’ ὅτ’ ἀριζήλη φωνὴ Ἰλ. Σ. 219, πρβλ. 221· ἐπὶ ἀνθρώπων οὓς πάντες θαυμάζουσιν, ὥστε θεώ περ, ἀμφὶς ἀριζήλω Σ. 519· οὕτως Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 6, ῥεῖα δ’ ἀρίζηλον μινύθει, καὶ ἄδηλον ἀέξει. - Ἐπίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τὰ ἀριδήλως, σαφῶς ἤδη ῥηθέντα, Ὀδ. Μ. 453: - περὶ τοῦ ἐν Ἰλ. Β. 318, ἴδε ἐν λέξει ἀΐζηλος. ΙΙ. (ζῆλος) = ἀριζήλωτος μόνον παρ’ Ἡσυχ. ἐν ἄρι,, «ἄρι· μεγάλως, ὅθεν καὶ ἀρίζηλος ὁ μεγάλως ζηλωτός».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très clair, brillant.
Étymologie: ἀρι-, *ζῆλος=δῆλος.
English (Autenrieth)
(δῆλος): conspicuous, clear, Il. 18.519, , Il. 2.318.—Adv., ἀριζήλως, Od. 12.453†.
English (Slater)
ᾰρίζηλος
1 conspicuous ὁ μὰν πλοῦτος ἀστὴρ ἀρίζηλος (O. 2.55)
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): -ζαλος Call.Epigr.51.3
• Grafía: graf. -σζηλος MAMA 7.560.3 (Frigia Oriental, crist.)
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1brillante, claramente visible del relámpago ἀρίζηλοι δὲ αἱ αὐγαί Il.13.244, ἀστήρ Pi.O.2.55, χρυσοῦ πα[ρ] αδείγματα S.Fr.314.77, Σείριος A.R.3.958.
2 de pers. preclaro, famoso θεώ Il.18.519, Ζεύς Colluth.353, βασιλεύς Colluth.267, Βερενίκα Call.l.c., Πτολεμαῖος Call.Fr.734, ἡβητήρ Colluth.246, πατήρ IG 9(1).270 (Locros III a.C.), Διομήδης MAMA l.c.
•subst. ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει (Zeus) καὶ ἄδηλον ἀέξει Hes.Op.6
•ejemplar μόχθοι Colluth.61.
3 claro φωνή Il.18.219, ἐνιπαὶ θεῶν A.R.2.250, μῦθος Nonn.Par.Eu.Io.10.7; cf. ἀρίδηλος.
II adv. -ως claramente ἀ. εἰρημένα Od.12.453, cf. Plu.2.764a.
• Etimología: De ἀρι- partíc. aumentativa y -δηλος, de *deiHu̯1 ‘brillar’.
Greek Monolingual
ἀρίζηλος, -ον και -η, -ον (Α)
Ι. 1. φανερός, καταφανής
2. (για τη λάμψη ουράνιων σωμάτων) πολύ φωτεινός, λαμπρός
3. (για ήχο) ισχυρός, δυνατός
4. (για πρόσωπα) θαυμαστός
II. επίρρ. σαφώς («ἀριζήλως εἰρημένα» — αυτά που έχουν ειπωθεί ξεκάθαρα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του αρίδηλος «προφανέστατος, εύκολα αναγνωρίσιμος». Το β' συνθετικό προέρχεται πιθ. από τ. -δyηλος (< δέοντο «φαινόταν»), αν και η άποψη ότι αποτελεί παραλλαγή του δήλος, όπου το j είναι μια μορφή διπλού δ, είναι περισσότερο υποστηρίξιμη].
Greek Monotonic
ἀρίζηλος: -ον και -η, -ον, Επικ. αντί ἀρίδηλος (βλ. Ζ,ζ II), φανερός, πολύ εμφανής, εναργής, λέγεται για άστρα, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για φωνή, στο ίδ.· λέγεται για πρόσωπα, έξοχος, διαπρεπής, στο ίδ.· επίρρ. ἀριζήλως εἰρημένα, τα ειπωμένα με σαφήνεια, σε Ομήρ. Οδ.