φωτισμός: Difference between revisions

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
(46)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br />[[παροχή]] φωτός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαγωγή]] φωτός στα αντικείμενα ή στο [[περιβάλλον]] τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο [[περιβάλλον]] («ο [[φωτισμός]] της πόλης»)<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> φωτομετρικό [[μέγεθος]] το οποίο αναφέρεται σε μια φωτιζόμενη [[επιφάνεια]] και ορίζεται ως ο [[λόγος]] της φωτεινής ροής που αυτή δέχεται [[προς]] το μέγεθός της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ενεργειακός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[μέγεθος]] αναφερόμενο στην ηλεκτρομαγνητική [[ακτινοβολία]] την οποία δέχεται μια [[επιφάνεια]] και ορίζεται ως η ροή ενέργειας ανά [[μονάδα]] επιφανείας<br />β) «[[φυσικός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[φωτισμός]] που οφείλεται στο φως της ημέρας, στο ηλιακό φως<br />γ) «[[τεχνητός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[φωτισμός]] που γίνεται με τεχνητές φωτεινές πηγές<br />δ) «[[θεωρία]] φωτισμού»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο ιλουμινισμός, μεταφυσικό και μυστικιστικό [[δόγμα]], θεμελιωμένο στην [[πίστη]] σε έναν εσωτερικό φωτισμό που εκπορεύεται [[κατευθείαν]] από τον Θεό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] πνευματικού φωτός μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος, [[φώτιση]]<br /><b>2.</b> [[φώτισμα]], [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> πνευματικό φως, η [[θεία]] [[χάρη]] («Κύριος [[φωτισμός]] μου καὶ [[σωτήρ]] μου, [[τίνα]] φοβηθήσομαι», ΠΔ).
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[φωτίζω]]<br />[[παροχή]] φωτός<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προσαγωγή]] φωτός στα αντικείμενα ή στο [[περιβάλλον]] τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά<br /><b>2.</b> <b>συνεκδ.</b> το [[σύνολο]] τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο [[περιβάλλον]] («ο [[φωτισμός]] της πόλης»)<br /><b>3.</b> <b>φυσ.</b> φωτομετρικό [[μέγεθος]] το οποίο αναφέρεται σε μια φωτιζόμενη [[επιφάνεια]] και ορίζεται ως ο [[λόγος]] της φωτεινής ροής που αυτή δέχεται [[προς]] το μέγεθός της<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ενεργειακός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[μέγεθος]] αναφερόμενο στην ηλεκτρομαγνητική [[ακτινοβολία]] την οποία δέχεται μια [[επιφάνεια]] και ορίζεται ως η ροή ενέργειας ανά [[μονάδα]] επιφανείας<br />β) «[[φυσικός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>φυσ.</b> [[φωτισμός]] που οφείλεται στο φως της ημέρας, στο ηλιακό φως<br />γ) «[[τεχνητός]] [[φωτισμός]]»<br /><b>τεχνολ.</b> [[φωτισμός]] που γίνεται με τεχνητές φωτεινές πηγές<br />δ) «[[θεωρία]] φωτισμού»<br /><b>(φιλοσ.)</b> ο ιλουμινισμός, μεταφυσικό και μυστικιστικό [[δόγμα]], θεμελιωμένο στην [[πίστη]] σε έναν εσωτερικό φωτισμό που εκπορεύεται [[κατευθείαν]] από τον Θεό<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>εκκλ.</b><br /><b>1.</b> [[μετάδοση]] πνευματικού φωτός μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος, [[φώτιση]]<br /><b>2.</b> [[φώτισμα]], [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> πνευματικό φως, η [[θεία]] [[χάρη]] («Κύριος [[φωτισμός]] μου καὶ [[σωτήρ]] μου, [[τίνα]] φοβηθήσομαι», ΠΔ).
}}
{{lsm
|lsmtext='''φωτισμός:''' ὁ, [[διαφώτιση]], φως, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωτισμός Medium diacritics: φωτισμός Low diacritics: φωτισμός Capitals: ΦΩΤΙΣΜΟΣ
Transliteration A: phōtismós Transliteration B: phōtismos Transliteration C: fotismos Beta Code: fwtismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A illumination, light, Diocl(?).ap.Gal.19.530, Plu.2.929e, 931b, S.E.M.10.224: pl., Dam.Pr.23; σελήνης Vett.Val.28.7, Jul.Or.5.167d; [ἡμισφαιρίων] ib.4.147b.    2 metaph., light, Κύριος φ. μου LXXPs.26(27).1, cf. 2 Ep.Cor.4.4,6.

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, das Erleuchten, S. Emp. adv. phys. 2, 224. – Auch das Erleuchtende, das Licht, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

φωτισμός: ὁ, τὸ φωτίζειν, παρέχειν φῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 224, Πλούτ. 2. 929D, 931A. 2) μεταφορ., φῶς, Κύριος φωτισμός μου Ἑβδ. (Ψαλμ. ΚϚ΄, 1), πρβλ. Β΄ Ἐπιστ. πρ. Κορινθ. δ΄, 4 καὶ 6. 3) ἐπὶ ἐκκλησιαστ. σημασίας, = φώτισμα.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action d’éclairer ; lumière qui vient d’un astre.
Étymologie: φωτίζω.

English (Strong)

from φωτίζω; illumination (figuratively): light.

English (Thayer)

φωτισμου, ὁ (φωτίζω);
a. the act of enlightening, illumination: πρός φωτισμόν τῆς γνώσεως, equivalent to πρός τό φωτίζειν τήν γνῶσιν, that by teaching we may bring to light etc. πρόσωπον, 1a. sub at the end, p. 551{b} top).
b. brightness, bright light (ἐξ ἡλίου, Sextus Empiricus, p. 522,9; ἀπό σελήνης, Plutarch (de fac. in orb. lun. § 16,13), p. 929d. (ibid., § 18,4, p. 931a.); the Sept. for אור, מָאור, εἰς τό μή αὐγάσαι (καταυγασαι, L marginal reading Tr marginal reading) τόν φωτισμόν τοῦ εὐαγγελίου, that the brightness of the gospel might not shine forth (R. V. dawn (upon them)), i. e. (dropping the figure) that the enlightening truth of the gospel might not be manifest or be apprehended, 2 Corinthians 4:4.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ φωτίζω
παροχή φωτός
νεοελλ.
1. προσαγωγή φωτός στα αντικείμενα ή στο περιβάλλον τους προκειμένου αυτά να γίνουν ορατά
2. συνεκδ. το σύνολο τών συσκευών που παράγουν φως, τών φωτιστικών σωμάτων, σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον («ο φωτισμός της πόλης»)
3. φυσ. φωτομετρικό μέγεθος το οποίο αναφέρεται σε μια φωτιζόμενη επιφάνεια και ορίζεται ως ο λόγος της φωτεινής ροής που αυτή δέχεται προς το μέγεθός της
4. φρ. α) «ενεργειακός φωτισμός»
φυσ. μέγεθος αναφερόμενο στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία την οποία δέχεται μια επιφάνεια και ορίζεται ως η ροή ενέργειας ανά μονάδα επιφανείας
β) «φυσικός φωτισμός»
φυσ. φωτισμός που οφείλεται στο φως της ημέρας, στο ηλιακό φως
γ) «τεχνητός φωτισμός»
τεχνολ. φωτισμός που γίνεται με τεχνητές φωτεινές πηγές
δ) «θεωρία φωτισμού»
(φιλοσ.) ο ιλουμινισμός, μεταφυσικό και μυστικιστικό δόγμα, θεμελιωμένο στην πίστη σε έναν εσωτερικό φωτισμό που εκπορεύεται κατευθείαν από τον Θεό
νεοελλ.-μσν.
εκκλ.
1. μετάδοση πνευματικού φωτός μέσω του μυστηρίου του βαπτίσματος, φώτιση
2. φώτισμα, βάπτισμα
αρχ.
εκκλ. πνευματικό φως, η θεία χάρη («Κύριος φωτισμός μου καὶ σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι», ΠΔ).

Greek Monotonic

φωτισμός: ὁ, διαφώτιση, φως, σε Καινή Διαθήκη