πρευμενής: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
(34)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πραϋμενής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῡντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῑς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῑς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρευμενῶς</i> και <i>πραϋμενῶς</i> και ιων. τ. <i>πρηϋμενῶς</i>, Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>πρηυμενής</i>, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -<i>ηϋ</i>-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / <i>πρηΰς</i> και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>πραϋμενῶς</i><br />[[προθύμως]], <i>πράῳ τῷ μένει χρώμενος</i>). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το <i>πρηυμενής</i> με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -<i>μ</i>- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληύς</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. <i>προ</i>-[[ευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- του πρώτου συνθετικού <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> <i>προη</i>-<i>γορεών</i>)].
|mltxt=και [[πραϋμενής]], -ές, Α<br /><b>1.</b> ο [[ήπιος]], [[φιλικός]] [[απέναντι]] σε κάποιον, [[πράος]] («δοκοῡντας [[εἶναι]] [[κάρτα]] πρευμενεῑς [[ἐμοί]]», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεγονότα, συμβάντα) [[ευνοϊκός]], [[αίσιος]], [[καλός]] («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εξευμενίζει, [[εξιλαστήριος]], [[εξιλαστικός]] («πρευμενεῑς χοάς», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πρευμενῶς</i> και <i>πραϋμενῶς</i> και ιων. τ. <i>πρηϋμενῶς</i>, Α<br />με πρευμενή τρόπο, με ήπια [[διάθεση]], με φιλικό τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[πρευμενής]], [[κατά]] μία [[άποψη]], ανάγεται σε αμάρτυρο τ. <i>πρηυμενής</i>, ο [[οποίος]] προήλθε, με διφθογγισμό τών -<i>ηϋ</i>-, από το επίθ. [[πρᾶος]] / <i>πρηΰς</i> και τη λ. [[μένος]] «[[πάθος]], ψυχική [[ορμή]], ψυχική [[διάθεση]]» (<b>πρβλ.</b> και τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> <i>πραϋμενῶς</i><br />[[προθύμως]], <i>πράῳ τῷ μένει χρώμενος</i>). Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, ο τ. [[πρευμενής]] [[πρέπει]] να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το <i>πρηυμενής</i> με [[βράχυνση]] της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -<i>μ</i>- [[κατά]] τον νόμο του Osthoff (<b>πρβλ.</b> [[βασιλεύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>βασιληύς</i>). Κατ' [[άλλη]], όμως, [[άποψη]], η λ. [[πρευμενής]] έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους [[αντί]] του απλού [[εὐμενής]] και [[επομένως]] έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. <i>προ</i>-[[ευμενής]] με [[έκθλιψη]] του -<i>ο</i>- του πρώτου συνθετικού <i>πρό</i> (<b>πρβλ.</b> [[πρηγορεών]] <span style="color: red;"><</span> <i>προη</i>-<i>γορεών</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πρευμενής:''' -ὲς ([[πρᾶος]], [[μένος]]), ποιητ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[πράος]] στη [[διάθεση]], [[φιλικός]], [[ήπιος]], [[αγαπητός]], σε Αισχύλ., Ευρ.· επίρρ. <i>-νῶς</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> [[εξιλαστήριος]], [[εξευμενιστικός]], στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 20:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρευμενής Medium diacritics: πρευμενής Low diacritics: πρευμενής Capitals: ΠΡΕΥΜΕΝΗΣ
Transliteration A: preumenḗs Transliteration B: preumenēs Transliteration C: prevmenis Beta Code: preumenh/s

English (LSJ)

ές, contr. fr. πρηϋμενής (v. πραϋμενής),

   A soft of temper, gentle, gracious, τινι to one, A.Ag.840, E.Hec.538: abs., ἴδοιτο . . πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος A.Supp.210(207); Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις E.Tr.739. Adv., πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινέσαι, A.Pers.220,224; δέχεσθαι Id.Eu.236.    2 of events, favourable, κατελθὼν . . πρευμενεῖ τύχῃ Id.Ag.1647; τελευτὰς . . πρευμενεῖς κτίσειεν Id.Supp.140 (lyr.); πρευμενοῦς . . νόστου τυχόντας E.Hec.540 (s.v.l.).    II propitiating, χοαί A.Pers.609.

German (Pape)

[Seite 699] ές, sanftmüthig, huldvoll, gnädig; χοὰς δὲ πρευμενεῖς ἐδεξάμην, Aesch. Pers. 671; τύχη, Ag. 1631; gew. von Personen; τινί, 814, πρευμενὴς ἡμῖν γενοῦ, Eur. Hec. 538; πρευμενοῦς νόστου τυχόντες, 540, u. öfter; auch comparat., Eur. Troad. 734 u. einzeln bei folgdn Dichtern. – Adv. πρευμενῶς, z. B. παρῄνεσα, Aesch. Pers. 220; δέχεσθαι, freundlich, Eum. 227 (von πραΰς, πρηΰ u. μένος, statt πρηυμενής).

Greek (Liddell-Scott)

πρευμενής: -ές, ποιητ. ἐπίθ. ἤπιος τὴν διάθεσιν, ἀγαθός, φιλικός, εὐμενής, τινι, πρός τινα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 840, Εὐρ. Ἑκ. 538· ἀπολ., ἴδοιτο... πρευμενοῦς ἀπ’ ὄμματος Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 207· Ἀχαιῶν πρευμενεστέρων τύχοις Εὐρ. Τρῳ. 734· ― ἐπίρρ. πρευμενῶς αἰτεῖσθαι, παραινεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 220. 224· δέχεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 236. 3) ἐπὶ γεγονότων, εὐνοϊκὸς, αἴσιος, κατελθών... πρευμενεῖ τύχῃ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1647· τελευτάς... πρευμενεῖς κτίσειεν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 140· πρευμενοῦς… νόστου τυχόντας Εὐρ. Ἑκ. 540. ΙΙ. ἐξευμενίζων, ἱλαστήριος, χοαὶ Αἰσχύλ. Πέρσ. 609, πρβλ. 685. ― (Ἐκ τοῦ πραῢ (πρηΰ), μένος, ὁ δὲ τύπος πρυημενὴς ἀπαντᾷ ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 618. 40).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 bienveillant, favorable;
2 propitiatoire.
Étymologie: p. *πρηϋμενής, de πρηΰς, μένος.

Greek Monolingual

και πραϋμενής, -ές, Α
1. ο ήπιος, φιλικός απέναντι σε κάποιον, πράος («δοκοῡντας εἶναι κάρτα πρευμενεῑς ἐμοί», Αισχύλ.)
2. (για γεγονότα, συμβάντα) ευνοϊκός, αίσιος, καλός («πρευμενοῡς.,. νόστου τυχόντας», Ευρ.)
3. αυτός που εξευμενίζει, εξιλαστήριος, εξιλαστικός («πρευμενεῑς χοάς», Αισχύλ.).
επίρρ...
πρευμενῶς και πραϋμενῶς και ιων. τ. πρηϋμενῶς, Α
με πρευμενή τρόπο, με ήπια διάθεση, με φιλικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. πρευμενής, κατά μία άποψη, ανάγεται σε αμάρτυρο τ. πρηυμενής, ο οποίος προήλθε, με διφθογγισμό τών -ηϋ-, από το επίθ. πρᾶος / πρηΰς και τη λ. μένος «πάθος, ψυχική ορμή, ψυχική διάθεση» (πρβλ. και τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. πραϋμενῶς
προθύμως, πράῳ τῷ μένει χρώμενος). Σύμφωνα με την άποψη αυτή, ο τ. πρευμενής πρέπει να θεωρηθεί ως ιων. τ. της τραγωδίας που έχει προέλθει από το πρηυμενής με βράχυνση της μακράς διφθόγγου προ του ημιφώνου -μ- κατά τον νόμο του Osthoff (πρβλ. βασιλεύς < βασιληύς). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. πρευμενής έχει χρησιμοποιηθεί για μετρικούς λόγους αντί του απλού εὐμενής και επομένως έχει προέλθει από τον σύνθ. τ. προ-ευμενής με έκθλιψη του -ο- του πρώτου συνθετικού πρό (πρβλ. πρηγορεών < προη-γορεών)].

Greek Monotonic

πρευμενής: -ὲς (πρᾶος, μένος), ποιητ. επίθ.,
I. πράος στη διάθεση, φιλικός, ήπιος, αγαπητός, σε Αισχύλ., Ευρ.· επίρρ. -νῶς, σε Αισχύλ.
II. εξιλαστήριος, εξευμενιστικός, στον ίδ.