θίασος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδείς ἑκὼν πονηρὸς οὐδ' ἄταν ἔχων → no one is willingly wretched or unlucky

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[θίασος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το [[σύνολο]] τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, [[ιδίως]] [[προς]] τιμήν του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> θρησκευτικό [[σωματείο]], όμιλος, [[αδελφότητα]]<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[πλήθος]], [[συντροφιά]]<br /><b>4.</b> [[εταιρεία]] («τοῡ σοῡ θιάσου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[διασκέδαση]] με [[παρέα]], [[γιορτή]], [[πανήγυρη]], [[συμπόσιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνόπλιος]] [[θίασος]]» — [[ομάδα]] πολεμιστών, <b>Ευρ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε [[σχέση]] με τη διονυσιακή [[λατρεία]] και εμφανίζει την [[ίδια]] κατάλ. -<i>σος</i> με τη λ. <i>θύρ</i>-<i>σος</i>, που ήταν [[ραβδί]] τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως [[έμβλημα]] του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί [[δάνειο]], πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θιασεύω]], [[θιασίτης]], [[θιασώδης]], <i>θιασώνες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θιασάρχης]].
|mltxt=ο (Α [[θίασος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το [[σύνολο]] τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό [[έργο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, [[ιδίως]] [[προς]] τιμήν του Βάκχου<br /><b>2.</b> <b>επιγρ.</b> θρησκευτικό [[σωματείο]], όμιλος, [[αδελφότητα]]<br /><b>3.</b> [[ομάδα]] ανθρώπων, [[πλήθος]], [[συντροφιά]]<br /><b>4.</b> [[εταιρεία]] («τοῡ σοῡ θιάσου», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[διασκέδαση]] με [[παρέα]], [[γιορτή]], [[πανήγυρη]], [[συμπόσιο]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐνόπλιος]] [[θίασος]]» — [[ομάδα]] πολεμιστών, <b>Ευρ.</b><br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε [[σχέση]] με τη διονυσιακή [[λατρεία]] και εμφανίζει την [[ίδια]] κατάλ. -<i>σος</i> με τη λ. <i>θύρ</i>-<i>σος</i>, που ήταν [[ραβδί]] τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως [[έμβλημα]] του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί [[δάνειο]], πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[θιασώτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[θιασεύω]], [[θιασίτης]], [[θιασώδης]], <i>θιασώνες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[θιασάρχης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θίᾰσος:''' ὁ,<br /><b class="num">1.</b> εύθυμη [[ομάδα]] ή [[κομπανία]] που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, [[ιδίως]] προς [[τιμή]] του θεού Βακχού, [[συντροφιά]] γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> γενικά, [[κάθε]] [[ομάδα]] ανθρώπων, [[συντροφιά]], [[πλήθος]], σε Ευρ., Ξεν.
}}
}}

Revision as of 20:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσος Medium diacritics: θίασος Low diacritics: θίασος Capitals: ΘΙΑΣΟΣ
Transliteration A: thíasos Transliteration B: thiasos Transliteration C: thiasos Beta Code: qi/asos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,

   A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra.156, etc.; θ. ἄγειν E.Ba.115 (lyr.); τοὺς . . θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260, cf. Ath. 5.185c, 8.362e.    2 religious guild, confraternity, IG2.986,1663,22.1177, SIG1044.45 (Halic.), etc.    II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., Κενταύρων E.IA1059; ἡλίκων Id.IT1146; Μουσῶν Ar.Th.41; ἐνόπλιος θ., of warriors, E.Ph.796; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt.303d; τοῦ σοῦ θ. of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θ. Plu.Ant.24.    III feast, banquet, Id.2.301f, Cleom.34.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ (vielleicht von θεῖος, θειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆθος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους θίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀθροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.

Greek (Liddell-Scott)

θίᾰσος: ὁ, (ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― ὅμιλος, συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: ἐνίοτε φαίνεται ὅτι ὁ θίασος ἦτο ὡς εἶδος θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) καθόλου, μερίς, ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· εὔοπλος θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ συμπόσιον τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ σημασία τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, θυιάς· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. φυτεύω φιτεύω, δρῦς δρία, ὑπερφαὴς ὑπερφίαλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. thiase :
1 troupe de gens célébrant un sacrifice en l’honneur d’un dieu (particul. Bacchus) et parcourant les rues en dansant, chantant et criant;
2 p. ext. troupe bruyante, troupe : τοῦ σοῦ θιάσου XÉN de ta compagnie;
II. la fête elle-même (danse, festin, etc.).
Étymologie: DELG pê thraco-phrygien ou crétois.

Greek Monolingual

ο (Α θίασος)
νεοελλ.
όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το σύνολο τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό έργο
αρχ.
1. όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, ιδίως προς τιμήν του Βάκχου
2. επιγρ. θρησκευτικό σωματείο, όμιλος, αδελφότητα
3. ομάδα ανθρώπων, πλήθος, συντροφιά
4. εταιρεία («τοῡ σοῡ θιάσου», Ξεν.)
5. διασκέδαση με παρέα, γιορτή, πανήγυρη, συμπόσιο
6. φρ. «ἐνόπλιος θίασος» — ομάδα πολεμιστών, Ευρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε σχέση με τη διονυσιακή λατρεία και εμφανίζει την ίδια κατάλ. -σος με τη λ. θύρ-σος, που ήταν ραβδί τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως έμβλημα του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί δάνειο, πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θιασώτης
αρχ.
θιασεύω, θιασίτης, θιασώδης, θιασώνες.
ΣΥΝΘ. θιασάρχης.

Greek Monotonic

θίᾰσος: ὁ,
1. εύθυμη ομάδα ή κομπανία που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, ιδίως προς τιμή του θεού Βακχού, συντροφιά γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
2. γενικά, κάθε ομάδα ανθρώπων, συντροφιά, πλήθος, σε Ευρ., Ξεν.