διάπυρος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[διάπυρος]], -ον)<br /><b>1.</b> πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη [[μάζα]] του<br /><b>2.</b> [[διακαής]], [[ένθερμος]], [[φλογερός]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[διάπυρος]], -ον)<br /><b>1.</b> πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη [[μάζα]] του<br /><b>2.</b> [[διακαής]], [[ένθερμος]], [[φλογερός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διάπῠρος:''' -ον ([[διά]], [[πῦρ]]),<br /><b class="num">1.</b> ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. [[παρά]] Ξεν., σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[θερμός]], [[σφοδρός]], φλογισμένος, [[διάπυρος]], [[ασυγκράτητος]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc.631, Arist.Pr.954a18; σίδηρος Epicur.Fr.346b; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti.58c; extremely hot, πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13. 2 inflamed, Hp.VM18. 3 metaph., ardent, fiery, Pl.R.615e, Lg.783a (Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4; ἐραστής Procop.Pers.2.12; δ. μῖσος Plu.Arat.3. Adv. -ρως ardently, προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep.89a; ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4. 4 using fire, χρεία Max.Tyr.10.8.
Greek (Liddell-Scott)
διάπῠρος: -ον, διάθερμος, ὑπέρθερμος, Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., θερμός, ἔνθερμος, πλήρης πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. μῖσος, ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fortement chauffé;
2 fig. enflammé, ardent.
Étymologie: διά, πῦρ.
Spanish (DGE)
(διάπῠρος) -ον
I 1ígneo, encendido, al rojo vivo, βόθρος Hp.Mul.2.133, χαλκίον ... διάπυρον ποιέουσαι Hp.Aër.17, cf. Alex.129.7, δαλός E.Cyc.631, μύδροι Arist.Mu.395b23, cf. Luc.Icar.20, D.L.2.8 (= Anaxag.A 1.8), λίθος καὶ σίδηρος διάπυρα γενόμενα Arist.Pr.954a18, cf. Porph.Abst.1.13, Hsch., χύτραι Thphr.Lap.54, ὀβελίσκοι Thphr.Ign.57, καυτήριον Luc.Apol.2, πηλός Posidon.231, ὀφρύες ref. a taludes con solfataras, Str.5.4.6, ὁ πόρος οὗτος ... δ. ἐστι ese camino es volcánico Str.5.4.9, ἀστραπαί I.AI 6.27, κάμινον LXX 3Ma.6.6, ἄνθραξ D.C.47.49.3, ξύλα D.C.56.29.3
•incandescente φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι X.Mem.4.7.7, (πῦρ) διάπυρα ποιῆσαι καὶ τῆς γῆς μόριά τινα Anaxag. en Ach.Tat.Intr.Arat.11.
2 muy caliente ἀήρ Democr.B 5.1, Hp.Flat.8
•subst. τὰ διάπυρα las ascuas Pl.Ti.58c
•medic. inflamado por el calor ῥίς Hp.VM 18, cf. Gal.12.1003, 1004
•febril νόσος Sch.Pi.O.3.111b, cf. 117.
3 de aspecto o color de fuego (ἄνδρες) διάπυροι ἰδεῖν (hombres) de aspecto de fuego Pl.R.615e, de un tipo de plantas, Thphr.HP 4.7.3.
4 fig. de pers. ardiente, fogoso ἄνδρες Pl.Lg.783a, ἄνθρωποι Plu.2.577a, Luc.4, ἐχθροί Plu.2.74c, ἐραστής Procop.Pers.2.12.9, cf. Men.Dysc.183, Iul.Ep.89a.453d, Vett.Val.14.3, de abstr. μῖσος Plu.Arat.3, ἔρωτες Plu.2.406a, ἵμερος Dam.Fr.139
•neutr. como adv. ὀξύ τε καὶ διάπυρον ἐνεῖδεν Hld.3.11.2
•subst. τὸ διάπυρον ardor Longin.12.3.
II del fuego, que usa fuego χρεία Max.Tyr.4.8.
III adv. -ως ardientemente δ. ἠράσθη Ael.VH 2.4.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάπυρος, -ον)
1. πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη μάζα του
2. διακαής, ένθερμος, φλογερός.
Greek Monotonic
διάπῠρος: -ον (διά, πῦρ),
1. ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. παρά Ξεν., σε Ευρ.
2. μεταφ., θερμός, σφοδρός, φλογισμένος, διάπυρος, ασυγκράτητος, σε Πλάτ.