ἔριφος: Difference between revisions
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
(14) |
(4) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο και η (AM [[ἔριφος]])<br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[γόνος]] αίγας, ερίφι, [[κατσίκι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἔριφοι</i><br />[[αστερισμός]] που η [[επιτολή]] του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἐρίφοις» — με [[τρικυμία]], με καιρό τρικυμιώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. <i>εριφ</i>- ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>erbh</i><i>ī</i>- «[[δορκάς]]» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>heirp</i> «[[κατσίκα]]». Η [[κατάληξη]] -<i>ος</i> [[κατά]] το [[έλαφος]]. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>oroj</i> «[[αρνί]]», <i>erinj</i> «νεαρή [[αγελάδα]]», το λατ. <i>aries</i>-<i>ě</i><i>tis</i> «[[κριός]]» και το ουμβρ. <i>erietu</i> «[[κριός]]», η [[αντιστοιχία]] όμως δεν [[είναι]] [[πλήρης]] [[ούτε]] στη [[μορφή]] [[ούτε]] στη [[σημασία]]. Πολύ αμφίβολη η [[σύνδεση]] με το αρχ. ελλ. <i>ερῖνεός</i> «[[αγριοσυκιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερίφιο]](-<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εριφέας</i>, [[ερίφειος]], <i>Ερίφειος</i>, <i>εριφιήματα</i>]. | |mltxt=ο και η (AM [[ἔριφος]])<br /><b>1.</b> [[νεαρός]] [[γόνος]] αίγας, ερίφι, [[κατσίκι]]<br /><b>2.</b> [[γένος]] κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>το αρσ. στον πληθ.</b>) <i>οἱ Ἔριφοι</i><br />[[αστερισμός]] που η [[επιτολή]] του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐπ’ ἐρίφοις» — με [[τρικυμία]], με καιρό τρικυμιώδη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το θ. <i>εριφ</i>- ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>erbh</i><i>ī</i>- «[[δορκάς]]» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. <i>heirp</i> «[[κατσίκα]]». Η [[κατάληξη]] -<i>ος</i> [[κατά]] το [[έλαφος]]. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. <i>oroj</i> «[[αρνί]]», <i>erinj</i> «νεαρή [[αγελάδα]]», το λατ. <i>aries</i>-<i>ě</i><i>tis</i> «[[κριός]]» και το ουμβρ. <i>erietu</i> «[[κριός]]», η [[αντιστοιχία]] όμως δεν [[είναι]] [[πλήρης]] [[ούτε]] στη [[μορφή]] [[ούτε]] στη [[σημασία]]. Πολύ αμφίβολη η [[σύνδεση]] με το αρχ. ελλ. <i>ερῖνεός</i> «[[αγριοσυκιά]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ερίφιο]](-<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>εριφέας</i>, [[ερίφειος]], <i>Ερίφειος</i>, <i>εριφιήματα</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἔρῐφος:''' ὁ,<br /><b class="num">I.</b> νεαρό [[κατσίκι]], [[αρνάκι]], σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> <i>ἔριφοι</i>, <i>οἱ</i>, Λατ. hoedi, [[αστερισμός]] που βγαίνει τον Οκτώβριο, προμήνυε [[κακοκαιρία]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ (ἡ, Alc.Supp.24.1, GDI5029 (Crete)),
A kid, ἄρνεσσιν..ἢ ἐρίφοισι Il.16.352, cf. 24.262, Od.9.226, Alc. l.c., Orph.Fr.32c, etc. II Ἔριφοι, οἱ, the constellation Haedi, Democr.14, Theoc. 7.53 (cf. Sch. ad loc.), Arat.158, Eratosth.Cat.13, Chio Ep.4.1, Ptol. Alm.7.5, etc.
German (Pape)
[Seite 1031] ὁ, der junge Bock, junge Ziege, Hom. oft, wie folgde Dichter; – οἱ ἔριφοι, das Gestirn, hoedi, Zicklein, dessen Untergang Sturm verkündete, Theocr. 7, 53; Arat. 158; Callim. 48 (VII, 272).
Greek (Liddell-Scott)
ἔρῐφος: ὁ, ὁ νεαρὸς γόνος αἰγός, «κατσικάκι», ἀρνεσσιν… ἢ ἐρίφοισιν Ἰλ. Π. 352, πρβλ. Ω. 262, Ὀδ. Ι. 226 ΙΙ. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, ἀστερισμός τις (οὗ ἡ ἐπιτολὴ τῇ 23 Σεπτεμβρίου καθ’ ἡμᾶς), ὅστις προξενεῖ θυέλλας, ἐφ’ ἑσπερίοις ἐριφοις, «ἐπὶ ἐρίφοις δύνουσι· τοῦτο γὰρ δύναται τὸ ἑσπερίοις» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 53· ἐπ’ ἐρίφοις, ἐν καιρῷ τρικυμιώδει, Ἄρατ. 158, ἴδε Σχολ. Θεοκρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chevreau, jeune bouc, animal.
Étymologie: DELG rad. i.-e.
English (Autenrieth)
kid, pl., Od. 9.220.
English (Slater)
ἔρῐφος
1 kid ἐρίφων μεθομηρεον ?Pan. fr. 47.
English (Strong)
perhaps from the same as ἔριον (through the idea of hairiness); a kid or (genitive case) goat: goat, kid.
Greek Monolingual
ο και η (AM ἔριφος)
1. νεαρός γόνος αίγας, ερίφι, κατσίκι
2. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών κεραμβυκιδών
αρχ.
1. (το αρσ. στον πληθ.) οἱ Ἔριφοι
αστερισμός που η επιτολή του συμπίπτει με καιρικές μεταβολές και θύελλες
2. φρ. «ἐπ’ ἐρίφοις» — με τρικυμία, με καιρό τρικυμιώδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. εριφ- ανάγεται σε ΙΕ τ. erbhī- «δορκάς» και αντιστοιχεί επακριβώς στο αρχ. ιρλ. heirp «κατσίκα». Η κατάληξη -ος κατά το έλαφος. Συνδέεται πιθ. με τα αρμ. oroj «αρνί», erinj «νεαρή αγελάδα», το λατ. aries-ětis «κριός» και το ουμβρ. erietu «κριός», η αντιστοιχία όμως δεν είναι πλήρης ούτε στη μορφή ούτε στη σημασία. Πολύ αμφίβολη η σύνδεση με το αρχ. ελλ. ερῖνεός «αγριοσυκιά».
ΠΑΡ. ερίφιο(-ν)
αρχ.
εριφέας, ερίφειος, Ερίφειος, εριφιήματα].
Greek Monotonic
ἔρῐφος: ὁ,
I. νεαρό κατσίκι, αρνάκι, σε Όμηρ.
II. ἔριφοι, οἱ, Λατ. hoedi, αστερισμός που βγαίνει τον Οκτώβριο, προμήνυε κακοκαιρία, σε Θεόκρ.