κλάσμα: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(20)
(5)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[κλάσμα]]) [[κλώ]]<br />[[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[τμήμα]] μονάδας («ὅτε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> ο μη [[ακέραιος]] [[ρητός]] [[αριθμός]], που γράφεται υπό τη [[μορφή]] <sup>α</sup>/<sub>β</sub>, όπου ο <i>α</i> λέγεται [[αριθμητής]] και ο <i>β</i> [[παρονομαστής]]<br />2<br />(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[διαλυτότητα]], τα όρια ζέσης και τήξης, με [[βάση]] τις οποίες καθίσταται [[δυνατός]] ο [[διαχωρισμός]] του από το [[υπόλοιπο]] [[μίγμα]] [[κατά]] τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />(για γόνατα) [[λύγισμα]], [[άρθρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]], [[θλάση]], [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] σε [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίμμα]], [[ψίχουλο]], [[απομεινάρι]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]], [[ρωγμή]], [[χάσμα]], [[ράγισμα]].
|mltxt=το (AM [[κλάσμα]]) [[κλώ]]<br />[[τεμάχιο]], [[κομμάτι]], [[τμήμα]] μονάδας («ὅτε τοὺς [[πέντε]] ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μαθ.</b> ο μη [[ακέραιος]] [[ρητός]] [[αριθμός]], που γράφεται υπό τη [[μορφή]] <sup>α</sup>/<sub>β</sub>, όπου ο <i>α</i> λέγεται [[αριθμητής]] και ο <i>β</i> [[παρονομαστής]]<br />2<br />(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. [[είναι]] η [[διαλυτότητα]], τα όρια ζέσης και τήξης, με [[βάση]] τις οποίες καθίσταται [[δυνατός]] ο [[διαχωρισμός]] του από το [[υπόλοιπο]] [[μίγμα]] [[κατά]] τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.<br /><b>μσν.</b><br />(για γόνατα) [[λύγισμα]], [[άρθρωση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σπάσιμο]], [[θλάση]], [[εξάρθρωση]]<br /><b>2.</b> [[διάρρηξη]], [[εισβολή]] σε [[σπίτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τρίμμα]], [[ψίχουλο]], [[απομεινάρι]]<br /><b>2.</b> [[ρήγμα]], [[ρωγμή]], [[χάσμα]], [[ράγισμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλάσμα Medium diacritics: κλάσμα Low diacritics: κλάσμα Capitals: ΚΛΑΣΜΑ
Transliteration A: klásma Transliteration B: klasma Transliteration C: klasma Beta Code: kla/sma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.).    II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.

German (Pape)

[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.

English (Strong)

from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.

English (Thayer)

κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)

Greek Monolingual

το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.

Greek Monotonic

κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.