παρεκτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] πλαγίως ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτρέπω]] από την κανονική του [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]], [[απομακρύνω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>παρεκτρέπομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την [[ευθεία]] οδό, [[υπερβαίνω]] τα όρια του πρέποντος, [[παραστρατώ]], ζω έκλυτο βίο<br />β) παραφέρομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών, [[αφηνιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βγάζω]] κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον [[παρασύρω]] σε ανήθικες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[κυρίως]] σχετικά με [[κακό]]) [[κάνω]] [[κάτι]] να παρεκκλίνει, [[αποτρέπω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῑν» — παρασκευάζοντας [[μέσο]] εκφυγής για να μην πεθάνουν, <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεκτρέπομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[εκτροπή]] [[προς]] τα [[πλάγια]], [[παθαίνω]] [[παρέκκλιση]] («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῡ», <b>Αριστοφ.</b>).
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στρέφω]] [[κάτι]] πλαγίως ή σε [[άλλο]] [[μέρος]], [[εκτρέπω]] από την κανονική του [[θέση]] ή [[κατεύθυνση]], [[απομακρύνω]]<br /><b>2.</b> (το μέσ.) <i>παρεκτρέπομαι</i><br /><b>μτφ.</b> α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την [[ευθεία]] οδό, [[υπερβαίνω]] τα όρια του πρέποντος, [[παραστρατώ]], ζω έκλυτο βίο<br />β) παραφέρομαι, [[γίνομαι]] έξω φρενών, [[αφηνιάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[βγάζω]] κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον [[παρασύρω]] σε ανήθικες πράξεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) ([[κυρίως]] σχετικά με [[κακό]]) [[κάνω]] [[κάτι]] να παρεκκλίνει, [[αποτρέπω]], [[αποφεύγω]] [[κάτι]] («παρεκτρέποντες ὀχετὸν [[ὥστε]] μὴ θανεῑν» — παρασκευάζοντας [[μέσο]] εκφυγής για να μην πεθάνουν, <b>Ευρ.</b>)<br />β) [[διαστρέφω]], [[παραμορφώνω]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>παρεκτρέπομαι</i><br />[[υφίσταμαι]] [[εκτροπή]] [[προς]] τα [[πλάγια]], [[παθαίνω]] [[παρέκκλιση]] («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῡ», <b>Αριστοφ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''παρεκτρέπω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[εκτρέπω]], [[διαστρέφω]], [[παρεκκλίνω]], [[αποκλίνω]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτρέπω Medium diacritics: παρεκτρέπω Low diacritics: παρεκτρέπω Capitals: ΠΑΡΕΚΤΡΕΠΩ
Transliteration A: parektrépō Transliteration B: parektrepō Transliteration C: parektrepo Beta Code: parektre/pw

English (LSJ)

   A turn aside, ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν E.Supp.1111 :— Pass., to be turned aside, deviate, παρεκτετράφθαι Arist.GA773a15; π. εἰς . . Plu.2.114d; π. τῆς ὁδοῦ Sch.Ar.Ach.81.

German (Pape)

[Seite 514] nebenbei weg- od. abwenden; übtr., βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥςτε μὴ θανεῖν, Eur. Suppl. 1111; entstellen, verdrehen, Sp. – Pass., sich vom Wege abwenden, ausweichen, Sp., wie Plut. cons. ad Apoll. p. 350; τῆς ὁδοῦ, Schol. Ar. Ach. 81; παρεκτετράφθαι, im Ggstz von συμπεφυκέναι, Arist. de gen. anim. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτρέπω: τρέπω, ἐκτρέπω κατὰ μέρος, Εὐριπ. Ἱκέτ. 1111 (ἴδε ἐν λ. ὀχετός). ΙΙ. διαστρέφω, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 6. 33. - Παθ., τρέπομαι κατὰ μέρος, παρεκτρέπομαι, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 46 π. εἰς... Πλούτ. 2. 114D· π. τῆς ὁδοῦ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 81.

French (Bailly abrégé)

détourner du droit chemin, faire dévier;
Moy. παρεκτρέπομαι se détourner du droit chemin, s’égarer.
Étymologie: παρά, ἐκτρέπω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω
2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι
μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια του πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο
β) παραφέρομαι, γίνομαι έξω φρενών, αφηνιάζω
νεοελλ.
μτφ. βγάζω κάποιον έξω από τον δρόμο της ηθικής, τον παρασύρω σε ανήθικες πράξεις
αρχ.
1. μτφ. α) (κυρίως σχετικά με κακό) κάνω κάτι να παρεκκλίνει, αποτρέπω, αποφεύγω κάτι («παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῑν» — παρασκευάζοντας μέσο εκφυγής για να μην πεθάνουν, Ευρ.)
β) διαστρέφω, παραμορφώνω
2. παθ. παρεκτρέπομαι
υφίσταμαι εκτροπή προς τα πλάγια, παθαίνω παρέκκλιση («παρεκτρέπεσθαι τῆς ὁδοῡ», Αριστοφ.).

Greek Monotonic

παρεκτρέπω: μέλ. -ψω, εκτρέπω, διαστρέφω, παρεκκλίνω, αποκλίνω, σε Ευρ.