πώποτε: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
(35) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πώ [[ποτέ]] και [[πώποκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρνηση]]) [[ποτέ]] ώς [[τώρα]] («[[κακία]] οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ [[πώποτε]]», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) μερικές φορές, [[κάποτε]], [[ενίοτε]] («[[ὅστις]] ἐμοῡ [[πώποτε]] ἀκηκόατε διαλεγομένου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] (Η) / [[ποκά]]]. | |mltxt=και πώ [[ποτέ]] και [[πώποκα]] Α<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> (με [[άρνηση]]) [[ποτέ]] ώς [[τώρα]] («[[κακία]] οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ [[πώποτε]]», ΠΔ.)<br /><b>2.</b> ([[χωρίς]] [[άρνηση]]) μερικές φορές, [[κάποτε]], [[ενίοτε]] («[[ὅστις]] ἐμοῡ [[πώποτε]] ἀκηκόατε διαλεγομένου», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ποτέ]] (Η) / [[ποκά]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πώποτε:''' (πω, [[ποτέ]]), ήδη [[ποτέ]], [[ποτέ]] ως [[τώρα]], [[κυρίως]] με [[άρνηση]], [[οὐπώποτε]], μὴ [[πώποτε]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:36, 31 December 2018
English (LSJ)
(πω, ποτέ)
A ever yet, in early Ep. always with neg. and best written divisim, οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδέ γ' ἔρως φρένας ἀμφεκάλυψεν Il.3.442, cf. Hes.Op.650, etc. (referring to fut., οὐκ ἄν πώ ποτ' ἐγώ . . ἐλθοίμην Batr.178); usu. preceded by neg. in post-Hom. writers, but πώ ποτ' οὐδαμοῖ Ar.V.1188: c. fut. in later Gr., κακία οὐχ εὑρεθήσεται ἐν σοὶ π. LXX 1 Ki.25.28; οὐ μὴ διψήσει π. Ev.Jo.6.35, cf. PMag.Par.1.291; also οὐ μὴ γένωνται καθαραὶ π. UPZ78.27 (ii B.C.); μηδ' ὄψον . . μετὰ τούτου π. δαίσῃ Cratin.Jun.8: with pres., PMag.Leid.V.11.30; cf. οὐ π., μὴ π., οὐδεπώποτε, μηδεπώποτε. II sts., later, without a neg., 1 with questions which imply a neg. (cf. πω 11), ποῦ γὰρ π. ἄνευ νεφελῶν ὕοντ' ἤδη τεθέασαι; Ar.Nu. 370; ἤδή π. του ἤκουσας; Pl.R.493d, cf. X.Mem.2.2.7, etc.: c. fut., τίς γὰρ ἁλώσεται π.; D.45.45 (s.v.l.). 2 with a conditional clause, εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε Ar.Ra.147, cf. V.556, Ach.405, Pl. Tht.196a, etc. 3 after Relatives, οὕς φαμεν πώποτέ τι . . πρᾶξαι Id.R.352c; ἄλλον ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει Id.Phdr.258d; ὅσοι ἐμοῦ π. ἀκηκόατε Id.Ap.19d, cf.D.2.5, 4.50, al. 4 with the Art. and Part., οἱ π. γενόμενοι who ever yet existed, Isoc.10.38, cf. 16.33, Pl.Phd.116c, etc.: the Part. may be omitted, οἱ π. προδόται Lycurg.134; μεγίστους τῶν π. X.HG3.5.14, cf. PLips.119v.ii 4 (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 827] gew. mit einer Negation οὐ πώποτε, οὐδὲ πώπ οτε, noch niemals (s. oben), ohne Negation = irgend einmal, zuweilen, bei den Attikern; εἴ τις ἀνθρώπων ἤδη πώποτε ἐσκέψατο, Plat. Theaet. 196 a. Besonders in solchen Fragen, welche nur ein anderer Ausdruck für eine Negation sind, wie ἤδη πώποτέ του ἤκουσας, Rep. I, 352 c; u. nach vorangehendem εἰ, wie εἴ που ξένον τις ἠδίκησε πώποτε, Ar. Ran. 147 Ach. 405; vgl. noch Xen. Hell. 3, 5, 14 Mem. 4, 2, 24; Dem. ὥςτε μηδ' εἶ πώποτ' ᾠκήθησαν προσελθόντ' εἶναι ῥᾴδιον εἰπεῖν, 9, 26; auch noch bei Sp., wie Plut. u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
πώποτε: (πω, ποτὲ) ἤδη ποτέ, ποτὲ ἕως τώρα, παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ. ἀεὶ μετ’ ἀρνήσεως, ἡ δὲ χρῆσις αὕτη ἐπεκράτησε καὶ μετέπειτα· ἴδε οὐ πώποτε, μὴ πώποτε, οὐδεπώποτε, μηδεπώποτε. ΙΙ. ἐνίοτε παρὰ τοῖς μετέπειτα ἄνευ ἀρνήσεως. 1) μετ’ ἐρωτήσεων αἵτινες ὑπονοοῦσιν ἄρνησιν (πρβλ. πω ΙΙ), ποῦ γὰρ πώποτ’ ἄνευ νεφελῶν ὕοντ’ ἤδη τεθέασαι; Ἀριστοφ. Νεφ. 370· ἤδη πώποτέ που ἤκουσας; Πλάτ. Πολ. 493D ― ἡ χρῆσις τοῦ πω, πώποτε μετὰ μέλλοντος εἶναι ἐμφανῶς πλημμελής, ἂν καὶ ἐγένετο συχνοτάτη παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 458· ὅπου δὲ εὑρίσκεται παρὰ τοῖς δοκίμοις, δέον νὰ ἀποδοθῇ εἰς τοὺς ἀντιγραφεῖς, οἵτινες εἰσῆγον εἰς τὰ παλαιὰ κείμενα τὰς φρασιολογίας τῶν χρόνων ἐν οἷς ἔζων αὐτοί· ὥστε ὁ Δινδ. δικαίως μετέβαλε τὸ τίς γὰρ ἁλώσεται πώποτε; εἰς τὸ ἔτι ποτέ; ἐν Δημ. 1115. 11· καὶ τὸ οὐδέν πω ἐνδώσουσι παρὰ Θουκ. 2. 12, πιθανῶς ἔπρεπε νὰ εἶναι οὐδὲν ἔτι. 2) μετὰ προτάσεως ὑποθετικῆς ὡσαύτως ἄρνησιν ὑπονοούσης, εἴπου ξένον τις ἠδίκηκε πώποτε Ἀριστοφ. Βάτρ. 147, πρβλ. Σφ. 556, Ἀχ. 405, Πλάτ. Θεαίτ. 196Α, Ξεν. κλπ. 3) μετὰ τὰ ἀναφο- οὕς φαμεν πώποτέ τι. πρᾶξαι Πλάτ. Πολ. 352C· ἄλλος ὅστις πώποτέ τι γέγραφεν ἢ γράψει (ἔνθα νοητέον τὸ ἔτι ἐκ τοῦ μέλλοντος) ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ὅσοι ἐμοῦ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 19D, πρβλ. Δημ. 19. 13., 54. 19, κ. ἀλλ. 4) μετὰ τοῦ ἄρθρου καὶ μετοχῆς, οἱ π. γενόμενοι Ἰσοκρ. 215Ε, πρβλ. 353Β, Πλάτ. Φαῖδων 116C, κτλ.· - ἡ μετοχὴ δύναται καὶ νὰ παραλειφθῇ, οἱ π. προδόται Λυκοῦργ. 167. 4· πῶς οὖν οὐκ εἰκός, ἐὰν ὑμεῖς αὖ προστῆτε τῶν οὕτω φανερῶς ἀδικουμένων, νῦν ὑμᾶς πολὺ ἤδη μεγίστους τῶν πώποτε γενέσθε; Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 14.
French (Bailly abrégé)
adv.
quelquefois, une fois par hasard ; οὐ πώποτε, μὴ πώποτε ATT, οὐδεπώποτε, μηδεπώποτε ATT jamais ; ἤδη πώποτέ του ἤκουσας ; PLAT as-tu jamais entendu qqn ? εἴ τις πώποτε XÉN si jamais qqn ; οἱ πώποτε γενόμενοι ISOCR ceux qui ont jamais existé.
Étymologie: πώ, ποτέ.
English (Autenrieth)
ever yet, always after οὐ, referring to past time.
English (Strong)
from -πω and ποτέ; at any time, i.e. (with negative particle) at no time: at any time, + never (…to any man), + yet, never man.
Greek Monolingual
και πώ ποτέ και πώποκα Α
επίρρ.
1. (με άρνηση) ποτέ ώς τώρα («κακία οὐχ εὐρεθήσεται ἐν σοὶ πώποτε», ΠΔ.)
2. (χωρίς άρνηση) μερικές φορές, κάποτε, ενίοτε («ὅστις ἐμοῡ πώποτε ἀκηκόατε διαλεγομένου», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶ + ποτέ (Η) / ποκά].
Greek Monotonic
πώποτε: (πω, ποτέ), ήδη ποτέ, ποτέ ως τώρα, κυρίως με άρνηση, οὐπώποτε, μὴ πώποτε, σε Όμηρ. κ.λπ.