στιγμή: Difference between revisions
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
(38) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[στίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στίζω]], [[σημάδι]], [[στίγμα]], [[κηλίδα]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) ελάχιστο [[διάστημα]] [[μέσα]] στο οποίο έγινε ή θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[ούτε]] [[στιγμή]] δεν μπορεί να λείψει» β. «περίμενέ με μια [[στιγμή]]» γ. «στιγμὴ χρόνου πᾱς ἐστιν ὁ [[βίος]]», Πλούτ)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι [[μεταξύ]] τους και τα κώλα περιόδου ενός κειμένου, κν. [[σήμερα]] [[τελεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] χρόνου που δεν έχει [[καμιά]] [[διάρκεια]] (α. «τη [[στιγμή]] [[εκείνη]] ακούστηκε ο [[πυροβολισμός]]» β. «αυτή [[είναι]] η κατάλληλη [[στιγμή]]»)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> ρυθμικό [[σημείο]] ποικίλης σημασίας το οποίο αρχικά χρησίμευε για να διαχωρίζει δύο [[βραχείς]] τόνους, [[μετά]] την Αναγέννηση όμως άρχισε να χρησιμοποιείται ποικιλότροπα<br /><b>3.</b> <b>(τυπογρ.)</b> [[μονάδα]] μέτρησης του πάχους του σώματος τών τυπογραφικών στοιχείων που αντιστοιχεί με 0, 376 [[περίπου]] του χιλιοστομέτρου («στοιχεία τών [[οκτώ]] στιγμών»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δύο στιγμές» ή «άνω και [[κάτω]] [[στιγμή]]» ή «[[διπλή]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> τα δηλωτικά<br />β) «στη [[στιγμή]]» — [[αμέσως]], ακαριαία<br />γ) «άνω [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η άνω [[τελεία]]<br />δ) «[[στιγμή]] διάρκειας»<br /><b>μουσ.</b> [[στιγμή]] που τοποθετείται στα [[δεξιά]] της κεφαλής ενός φθογγοσήμου και αυξάνει τη [[διάρκεια]] του [[κατά]] το ήμισυ της αξίας του<br />ε) «[[στιγμή]] επανάληψης»<br /><b>μουσ.</b> δύο στιγμές που τοποθετούνται [[πάνω]] στις διαστολές του πενταγράμμου και σηματοδοτούν τις επαναλήψεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημάδι]] [[πάνω]] στα φτερά πτηνού («τὸ [[χρῶμα]] κεραμεοῡς, ῥυπαραῑς στιγμαῑς καὶ μεγάλαις γραμμαῑς [[ποικίλος]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάραγμα]] με οξύ όργανο ή με καυτηριασμό<br /><b>3.</b> μαθηματικό [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[τελεία]]<br />β) «[[μέση]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η άνω [[τελεία]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ [[στίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[στίζω]], [[σημάδι]], [[στίγμα]], [[κηλίδα]]<br /><b>2.</b> (για χρόνο) ελάχιστο [[διάστημα]] [[μέσα]] στο οποίο έγινε ή θα γίνει [[κάτι]] (α. «[[ούτε]] [[στιγμή]] δεν μπορεί να λείψει» β. «περίμενέ με μια [[στιγμή]]» γ. «στιγμὴ χρόνου πᾱς ἐστιν ὁ [[βίος]]», Πλούτ)<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[σημείο]] στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι [[μεταξύ]] τους και τα κώλα περιόδου ενός κειμένου, κν. [[σήμερα]] [[τελεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μονάδα]] χρόνου που δεν έχει [[καμιά]] [[διάρκεια]] (α. «τη [[στιγμή]] [[εκείνη]] ακούστηκε ο [[πυροβολισμός]]» β. «αυτή [[είναι]] η κατάλληλη [[στιγμή]]»)<br /><b>2.</b> <b>μουσ.</b> ρυθμικό [[σημείο]] ποικίλης σημασίας το οποίο αρχικά χρησίμευε για να διαχωρίζει δύο [[βραχείς]] τόνους, [[μετά]] την Αναγέννηση όμως άρχισε να χρησιμοποιείται ποικιλότροπα<br /><b>3.</b> <b>(τυπογρ.)</b> [[μονάδα]] μέτρησης του πάχους του σώματος τών τυπογραφικών στοιχείων που αντιστοιχεί με 0, 376 [[περίπου]] του χιλιοστομέτρου («στοιχεία τών [[οκτώ]] στιγμών»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «δύο στιγμές» ή «άνω και [[κάτω]] [[στιγμή]]» ή «[[διπλή]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> τα δηλωτικά<br />β) «στη [[στιγμή]]» — [[αμέσως]], ακαριαία<br />γ) «άνω [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η άνω [[τελεία]]<br />δ) «[[στιγμή]] διάρκειας»<br /><b>μουσ.</b> [[στιγμή]] που τοποθετείται στα [[δεξιά]] της κεφαλής ενός φθογγοσήμου και αυξάνει τη [[διάρκεια]] του [[κατά]] το ήμισυ της αξίας του<br />ε) «[[στιγμή]] επανάληψης»<br /><b>μουσ.</b> δύο στιγμές που τοποθετούνται [[πάνω]] στις διαστολές του πενταγράμμου και σηματοδοτούν τις επαναλήψεις<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημάδι]] [[πάνω]] στα φτερά πτηνού («τὸ [[χρῶμα]] κεραμεοῡς, ῥυπαραῑς στιγμαῑς καὶ μεγάλαις γραμμαῑς [[ποικίλος]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> [[χάραγμα]] με οξύ όργανο ή με καυτηριασμό<br /><b>3.</b> μαθηματικό [[σημείο]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[τελεία]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[τελεία]]<br />β) «[[μέση]] [[στιγμή]]»<br /><b>γραμμ.</b> η άνω [[τελεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''στιγμή:''' ἡ (στίξω), = [[στίγμα]], [[σημάδι]] από πυρακτωμένη [[βελόνα]], [[στίγμα]], σε Αριστ.· μεταφ., [[αιχμή]], [[άκρο]], [[σημείο]] αιχμής, σε Δημ.· <i>ἐν στιγμῇ χρόνου</i>, σε μια [[στιγμή]], σε [[πολύ]] μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], σε Καινή Διαθήκη | |||
}} | }} |
Revision as of 01:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A spot on a bird's plumage, Alex.Mynd. ap.Ath.9.398d (pl.); brand-mark, D.S.34/5.2.1 (pl.). 2 mathematical point, Arist.Top.108b26, EN1174b12, de An.427a10, al., Apollod.Stoic.3.259; ὅσον σ. αἱματίνη 'a speck of blood', Arist.HA 561a11. 3 metaph. of anything very small, jot, tittle, εἴ γ' εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων D.21.115, cf. Men.1067; of time, Simon. 196, LXX Is.29.5; ἐν σ. χρόνου in a moment, Ev.Luc.4.5; σ. χρόνου ὁ βίος Plu.2.13a, cf. AP7.472 (Leon.); ἐν σ. without χρόνου, Vett.Val.131.4; στιγμῇ καιρο,= puncto temporis, Gloss. II Gramm., ς. or τελεία σ. full stop, period, μέση σ. colon, D.T.630.6, cf. ὑποστιγμή: Nicanor made 8 στιγμαί, Sch.ibId.p.24 H., cf. Suid. s.v. Νικάνωρ; σ. πᾶσα σημεῖον αὐτοτελείας A.D.Adv.182.17, cf. Pron.53.16, al.
German (Pape)
[Seite 943] ἡ, das Punktiren, Stechen. u. der mit einem spitzigen Werkzeuge gemachte Punkt, Sp. – Der Punkt, Arist. eth. 10, 4, 4, Euclid. u. A.; dah. auch das Unbedeutendste, Kleinste, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων ὧν κατεσκεύαζε, Dem. 21, 115. – Bei den Gramm. der Punkt als Interpunktionszeichen, wic μέση στιγμή das Kolon.
Greek (Liddell-Scott)
στιγμή: ἡ, (στίζω) ὡς τὸ Λατ. punctum, σημεῖον γενόμενον δι’ ὀξέος ὀργάνου, κέντημα, στίγμα, σημεῖον, Ἀλέξ. Μύνδ. παρ’ Ἀθην. 398D. 2) μαθηματικὸν σημεῖον, Ἀριστ. Τοπ. 1. 18, 8, Ἠθικ. Νικ. 10. 3, 4, π.Ψυχ. 3. 2, 20, κ. ἀλλ.· ὅσον στ. αἱματίνη, ὅσον μία σταγὼν αἵματος, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 2. 3) μεταφορ., πρᾶγμα μικρὸν πολύ, σμικρότατον μέρος, εἴ γε εἶχε στιγμὴν ἢ σκιὰν τούτων Δημ. 552. 7, πρβλ. Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 389· -ἐπὶ χρόνου, Σιμωνίδ. 201· ἐν στ. χρόνου, ἐντὸς μιᾶς στιγμῆς, Εὐαγγ. κ. Λουκ. δ΄, 5· στιγμὴ χρόνου ὁ βίος Πλούτ. 2. 13D, πρβλ. 111C, Ἀνθ. Π. 7. 472. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ., στιγμὴ ἢ τελεία στιγμὴ ἡ κάτω στιγμή, ἡ διακρίνουσα τὴν περίοδον, μέση στ., ἡ ἄνω λεγομένη στιγμή, ἡ δηλοῦσα τὸ κῶλον, ὑποστιγμὴ ἢ κόμμα, τὸ διακρῖνον πρότασιν, κτλ., Α.Β. 758· ὁ Νικάνωρ διέκρινεν ὀκτὼ στιγμάς, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. piqûre, marque faite par un instrument pointu, point ; particul.
1 point mathématique;
2 t. de gramm. signe de ponctuation : στιγμὴ μέση point en haut ; στιγμὴ τελεία point final;
II. fig. un point, un rien ; στιγμὴ χρόνου PLUT ou simpl. στιγμή, un instant (cf. lat. punctum temporis).
Étymologie: στίζω.
English (Strong)
feminine of στίγμα; a point of time, i.e. an instant: moment.
English (Thayer)
στιγμης, ἡ (στίζω; see στίγμα, iuit.), a point: στιγμή χρόνου, a point (i. e. a moment) of time (Cicero, pro Flacco c. 25; pro Sest. 24; Caesar b. c. 2,14; others), Antoninus 2,17; Plutarch, puer. educ. 17; 2 Maccabees 9:11.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ στίζω
1. το αποτέλεσμα του στίζω, σημάδι, στίγμα, κηλίδα
2. (για χρόνο) ελάχιστο διάστημα μέσα στο οποίο έγινε ή θα γίνει κάτι (α. «ούτε στιγμή δεν μπορεί να λείψει» β. «περίμενέ με μια στιγμή» γ. «στιγμὴ χρόνου πᾱς ἐστιν ὁ βίος», Πλούτ)
3. γραμμ. σημείο στίξης με το οποίο χωρίζονται οι περίοδοι μεταξύ τους και τα κώλα περιόδου ενός κειμένου, κν. σήμερα τελεία
νεοελλ.
1. μονάδα χρόνου που δεν έχει καμιά διάρκεια (α. «τη στιγμή εκείνη ακούστηκε ο πυροβολισμός» β. «αυτή είναι η κατάλληλη στιγμή»)
2. μουσ. ρυθμικό σημείο ποικίλης σημασίας το οποίο αρχικά χρησίμευε για να διαχωρίζει δύο βραχείς τόνους, μετά την Αναγέννηση όμως άρχισε να χρησιμοποιείται ποικιλότροπα
3. (τυπογρ.) μονάδα μέτρησης του πάχους του σώματος τών τυπογραφικών στοιχείων που αντιστοιχεί με 0, 376 περίπου του χιλιοστομέτρου («στοιχεία τών οκτώ στιγμών»)
4. φρ. α) «δύο στιγμές» ή «άνω και κάτω στιγμή» ή «διπλή στιγμή»
γραμμ. τα δηλωτικά
β) «στη στιγμή» — αμέσως, ακαριαία
γ) «άνω στιγμή»
γραμμ. η άνω τελεία
δ) «στιγμή διάρκειας»
μουσ. στιγμή που τοποθετείται στα δεξιά της κεφαλής ενός φθογγοσήμου και αυξάνει τη διάρκεια του κατά το ήμισυ της αξίας του
ε) «στιγμή επανάληψης»
μουσ. δύο στιγμές που τοποθετούνται πάνω στις διαστολές του πενταγράμμου και σηματοδοτούν τις επαναλήψεις
αρχ.
1. σημάδι πάνω στα φτερά πτηνού («τὸ χρῶμα κεραμεοῡς, ῥυπαραῑς στιγμαῑς καὶ μεγάλαις γραμμαῑς ποικίλος», Αθήν.)
2. χάραγμα με οξύ όργανο ή με καυτηριασμό
3. μαθηματικό σημείο
4. φρ. α) «τελεία στιγμή»
γραμμ. η τελεία
β) «μέση στιγμή»
γραμμ. η άνω τελεία.
Greek Monotonic
στιγμή: ἡ (στίξω), = στίγμα, σημάδι από πυρακτωμένη βελόνα, στίγμα, σε Αριστ.· μεταφ., αιχμή, άκρο, σημείο αιχμής, σε Δημ.· ἐν στιγμῇ χρόνου, σε μια στιγμή, σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, σε Καινή Διαθήκη