τυρός: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
(42)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το [[τυρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μεταξύ]] τυρού και αχλαδιού» <br />α) [[κατά]] το [[επιδόρπιο]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> παρεπιπτόντως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλούσαν [[τυρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χλωρὸς [[τυρός]]» — νωπό [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τυρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τυρ</i>-<i>ψος</i>) [[είναι]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. <i>t</i><i>ū</i><sup>i</sup><i>ri</i>- «πηγμένο [[γάλα]]» και <i>tu</i><sup>i</sup><i>rya</i>- «[[τυρί]]» και [[μέσο]] ινδ. <i>t</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τυρί]]». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: <i>turoq</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τυρεύω]], [[τυρί]](<i>ον</i>), [[τυρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυράσιον]], [[τυρίδιον]], [[τυρίσκος]], [[τυρόεις]], [[τυρώ]] (Ι), [[τυρώ]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[Τυρινή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<i>΄</i> συνθετικό) [[τυροκομώ]], [[τυροποιός]], [[τυροπώλης]], <i>τυροτρύπτης</i>, [[τυροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τυρόλφιτον</i>, [[τυροκλέπτης]], [[τυρόμαντις]], [[τυρόνωτος]], [[τυροξόος]], [[τυροπρασία]], [[τυροτάριχος]], [[τυροφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυροβόλος]], [[τυροτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τυροαπόθεσις]], [[τυροκλόπος]], [[τυρολοιχός]], [[τυροψύκτης]], [[τυρώνυμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τυρόγαλα]]. (Β' συνθετικό) [[βούτυρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σησαμότυρον]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />το [[τυρί]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[μεταξύ]] τυρού και αχλαδιού» <br />α) [[κατά]] το [[επιδόρπιο]]<br />β) <b>συνεκδ.</b> παρεπιπτόντως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[μέρος]] της αγοράς όπου πωλούσαν [[τυρί]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «χλωρὸς [[τυρός]]» — νωπό [[τυρί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[τυρός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>τυρ</i>-<i>ψος</i>) [[είναι]] ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. <i>t</i><i>ū</i><sup>i</sup><i>ri</i>- «πηγμένο [[γάλα]]» και <i>tu</i><sup>i</sup><i>rya</i>- «[[τυρί]]» και [[μέσο]] ινδ. <i>t</i><i>ū</i><i>ra</i> «[[τυρί]]». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: <i>turoq</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[τυρεύω]], [[τυρί]](<i>ον</i>), [[τυρώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τυράσιον]], [[τυρίδιον]], [[τυρίσκος]], [[τυρόεις]], [[τυρώ]] (Ι), [[τυρώ]] (ΙΙ)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[Τυρινή]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α<i>΄</i> συνθετικό) [[τυροκομώ]], [[τυροποιός]], [[τυροπώλης]], <i>τυροτρύπτης</i>, [[τυροφάγος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>τυρόλφιτον</i>, [[τυροκλέπτης]], [[τυρόμαντις]], [[τυρόνωτος]], [[τυροξόος]], [[τυροπρασία]], [[τυροτάριχος]], [[τυροφόρος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[τυροβόλος]], [[τυροτόμος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[τυροαπόθεσις]], [[τυροκλόπος]], [[τυρολοιχός]], [[τυροψύκτης]], [[τυρώνυμος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[τυρόγαλα]]. (Β' συνθετικό) [[βούτυρο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σησαμότυρον]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τῡρός:''' -οῦ, ὁ, [[τυρί]], σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῡρός Medium diacritics: τυρός Low diacritics: τυρός Capitals: ΤΥΡΟΣ
Transliteration A: tyrós Transliteration B: tyros Transliteration C: tyros Beta Code: turo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cheese, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν Il.11.639; οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Od.4.88; τ. ἐξ Ἀχαΐης Semon.23; τ. Σικελικός Ar.V.896, etc.; for Sicilian cheese, cf. Hermipp.63.9, Antiph.236, Philem.76: pl., PCair.Zen.110.25 (iii B. C.), al.    2 ὁ χλωρὸς τ. the fresh cheese, hence the cheese-market, Lys.23.6.—Cf. βούτυρον.

German (Pape)

[Seite 1165] ὁ, Käse; Od. 4, 88. 9, 219; ὀπίας, Eur. Cycl. 136, u. oft; χλωρός, Ar. Ran. 959, wie Lys. 23, 6 (Käsemarkt, wie sonst οἱ τυροί); u. oft bei Athen.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρός: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «τυρί», ἐπὶ δ’ αἴγειον κνῇ τυρὸν Ἰλ. Λ. 639· οὐκ ἐπιδευὴς τυροῦ Ὀδ. Δ. 88· τυρὸς ἐξ Ἀχαιΐας Σιμωνίδης Ἀμοργ. 21· τ. Σικελικὸς Ἀριστοφ. Σφ. 896, κλπ.· περὶ τοῦ Σικελικοῦ τυροῦ πρβλ. Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 11, Φιλήμονα ἐν «Σικελικῷ» 2· ἴδε καὶ ὀπίας, χλωρὸς ΙΙΙ. 2) ὁ τυρός, τὸ μέρος τῆς ἀγορᾶς ἔνθα ἐπωλεῖτο ὁ τυρός, Λυσί. 167, 8. ― Πρβλ. βούτυρον. [ῡ, ὡς καὶ ἐν πᾶσι τοῖς παραγώγοις καὶ τοῖς συνθέτοις, Δράκων 88. 24, Schweigh εἰς Ἀθήν. 27F].

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 fromage;
2 marché aux fromages.
Étymologie: DELG avest. tuiri « lait caillé », indien tura « fromage ».

Spanish

queso

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
το τυρί
νεοελλ.
φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού»
α) κατά το επιδόρπιο
β) συνεκδ. παρεπιπτόντως
αρχ.
1. το μέρος της αγοράς όπου πωλούσαν τυρί
2. φρ. «χλωρὸς τυρός» — νωπό τυρί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. τυρός (< τυρ-ψος) είναι ινδοευρωπαϊκής προέλευσης και συνδέεται με τα: αβεστ. tūiri- «πηγμένο γάλα» και tuirya- «τυρί» και μέσο ινδ. tūra «τυρί». Η λ. μαρτυρείται ήδη στη Μυκηναϊκή: turoq.
ΠΑΡ. τυρεύω, τυρί(ον), τυρώδης
αρχ.
τυράσιον, τυρίδιον, τυρίσκος, τυρόεις, τυρώ (Ι), τυρώ (ΙΙ)
μσν.- νεοελλ.
Τυρινή.
ΣΥΝΘ.΄ συνθετικό) τυροκομώ, τυροποιός, τυροπώλης, τυροτρύπτης, τυροφάγος
αρχ.
τυρόλφιτον, τυροκλέπτης, τυρόμαντις, τυρόνωτος, τυροξόος, τυροπρασία, τυροτάριχος, τυροφόρος
αρχ.-μσν.
τυροβόλος, τυροτόμος
μσν.
τυροαπόθεσις, τυροκλόπος, τυρολοιχός, τυροψύκτης, τυρώνυμος
μσν.- νεοελλ.
τυρόγαλα. (Β' συνθετικό) βούτυρο(ν)
αρχ.
σησαμότυρον.

Greek Monotonic

τῡρός: -οῦ, ὁ, τυρί, σε Όμηρ., Αριστοφ. κ.λπ.