πέρυσι: Difference between revisions

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
(6)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πέρῠσι:''' ή [[πριν]] από [[φωνήεν]] -σιν, επίρρ., ένα χρόνο [[πριν]], τον προηγούμενο χρόνο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ [[πέρυσι]] [[κωμῳδία]], η περσινή [[κωμωδία]] μας, στον ίδ.· [[νῦν]] τε καὶ [[πέρυσι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''πέρῠσι:''' ή [[πριν]] από [[φωνήεν]] -σιν, επίρρ., ένα χρόνο [[πριν]], τον προηγούμενο χρόνο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ [[πέρυσι]] [[κωμῳδία]], η περσινή [[κωμωδία]] μας, στον ίδ.· [[νῦν]] τε καὶ [[πέρυσι]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''πέρῠσῐ:''' (ν) adv. год тому назад или в прошлом году Arph., Plat., Lys. etc.: ἡ π. [[κωμῳδία]] Arph. прошлогодняя комедия; [[ἡμεῖς]] ἐσμεν οἱ αὐτοὶ [[νῦν]] τε καὶ π. Xen. сегодня мы те же, что и в прошлом году.
}}
}}

Revision as of 06:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέρῠσι Medium diacritics: πέρυσι Low diacritics: πέρυσι Capitals: ΠΕΡΥΣΙ
Transliteration A: pérysi Transliteration B: perysi Transliteration C: perysi Beta Code: pe/rusi

English (LSJ)

before a vowel πέρυσιν, Aeol. πέρρυσι Theoc.29.26, Dor. πέρυτι A.D.Synt.50.19: Adv.:—

   A a year ago, last year, Simon.75, Cratin.76, Ar.V.1038, Lys.17.5, Pl.Prt.327d, Men.731, Theoc.15.98; ἡ π. κωμῳδία Ar.Ach.378 ; ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. X. HG3.2.7; ἀπὸ π. 2 Ep.Cor.8.10. (Cf. Skt. parút, Arm.heru, MHG. vert 'last year'.)

German (Pape)

[Seite 603] und πέρυσιν, adv., vorm Jahre; Plat. Prot. 327 d u. öfter, ἡ πέρυσι κωμῳδία, Ar. Ach. 356 Vesp. 1038; übh. = vorher, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πέρῠσι: ἢ πρὸ φωνήεντος -σιν, Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πέρσι», Σιμωνίδ. 75, Κρατῖνος ἐν «Θρᾴτταις» 6, Ἀριστοφ. Σφ. 1038, Λυσίας 148. 34, Πλάτ. Πρωτ. 327D· ἡ π. κωμῳδία Ἀριστοφ. Ἀχ. 378· ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 7. ― Δωρικ. πέρῠτι ἢ -τις, Ἀπολλώνιος περὶ Συντάξ. 56, Θεογνώστ. Καν. 163. (Πρβλ. Σανσκρ. parut (πέρυσι), parut-tnas (περυσινός), ― ἐκ τοῦ para (alius) καὶ vat (Fέτος)· Μέσ. Γερμαν. vert, vernent· πρβλ. νέωτα).

French (Bailly abrégé)

adv.
1 l’an passé;
2 p. ext. autrefois, auparavant.
Étymologie: cf. skr. parut « l’an passé » de para « autre » et vat = ἔτος, p. *Ϝέτος « année ».

English (Strong)

adverb from πέρας; the by-gone, i.e. (as noun) last year: + a year ago.

English (Thayer)

(from πέρας), adverb, last year; the year just past: ἀπό πέρυσι, for a year past, a year ago (Winer's Grammar, 422 (393)), Simonides), Aristophanes, Plato, Plutarch, Lucian).

Greek Monolingual

και πέρσυ ΝΜΑ, και πέρσι και επέρσι Ν, πέρυσιν Μ, και δωρ. τ. πέρυτι και πέρυτις, αιολ. τ. πέρρυσι και πέρυσυ και πέρισυ, Α
κατά το προηγούμενο έτος, κατά την περασμένη χρονιά
νεοελλ.
1. φρ. «κάθε πέρσι και καλύτερα» — όσο περνούν τα χρόνια η κατάσταση χειροτερεύει συνεχώς
2. παροιμ. «πέρσι κάηκε, φέτος μύρισε» — κάτι που δεν είχε συζητηθεί ή σχολιαστεί τότε που έπρεπε συζητιέται μετά από πολύ καιρό
αρχ.
φρ.
1. «νῡν τε καὶ πέρυσι» — και τώρα και κατά το παρελθόν
2. «ἡ πέρυσι κωμῳδία» — η κωμωδία του προηγούμενου έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίο επίρρ. που ανάγεται σε IE peruti και συνδέεται με το αρμ. heru «πέρυσι», με το μσν. άνω γερμ. vert και το αρχ. ινδ. parut (χωρίς ληκτικό -ι). Πρόκειται για συνθ. λ. με α' συνθετικό την ΙΕ ρίζα per- «περνώ, παρέρχομαι» (πρβλ. πέρα, πείρα, πέρας) — η οποία εμφανίζεται και στο συνώνυμο λιθουαν. per-nai (με διαφορετικό β' συνθετικό)— και β' συνθετικό τη λ. ἔτος, πιθ. σε τοπική πτώση (πρβλ. άγχι, ήρι). Ο αρχικός τ. πέρυσι(ν) εμφανίζεται μτγν. σε παπύρους με τις μορφές πέρυσυ (με αφομοίωση του τελικού -ι σε -υ) και πέρισυ (με αντιστροφή τών φωνηέντων, πιθ. κατ' επίδραση της πρόθεσης περί), ενώ οι τ. πέρσι και πέρσυ έχουν σχηματιστεί με συγκοπή από τους πέρυσι και πέρισυ, αντίστοιχα].

Greek Monotonic

πέρῠσι: ή πριν από φωνήεν -σιν, επίρρ., ένα χρόνο πριν, τον προηγούμενο χρόνο, σε Αριστοφ. κ.λπ.· ἡ πέρυσι κωμῳδία, η περσινή κωμωδία μας, στον ίδ.· νῦν τε καὶ πέρυσι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πέρῠσῐ: (ν) adv. год тому назад или в прошлом году Arph., Plat., Lys. etc.: ἡ π. κωμῳδία Arph. прошлогодняя комедия; ἡμεῖς ἐσμεν οἱ αὐτοὶ νῦν τε καὶ π. Xen. сегодня мы те же, что и в прошлом году.