κλάσμα: Difference between revisions
Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws
(5) |
(3) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | |lsmtext='''κλάσμα:''' -ατος, τό ([[κλάω]]), αυτό που σπάζεται, κομμένο [[κομμάτι]], [[τεμάχιο]], σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλάσμα:''' ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A fragment, morsel, IG22.1425.347,368, LXX 1 Ki.30.12, D.S.17.13, Ev.Marc.6.43, Plu.TG19, AP6.304 (Phan.), 11.153 (Lucill.); μελάθρων κλάσματα Inscr.Délos400.44 (ii B.C.). II lesion, rupture, Vett.Val.110.31.
German (Pape)
[Seite 1446] τό, das Abgebrochene, Bruchstück; Lucill. 30 (XI, 153); Plut. Tib. Gr. 19; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
κλάσμα: τό, τὸ θραυσθέν, ἀποκοπέν, τεμάχιον, Ἀνθ. Π. 6. 304., 11. 153, Πλουτ. Τ. Γράκχ. 19, Καιν. Διαθ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
morceau brisé, fragment.
Étymologie: κλάω.
English (Strong)
from κλάω; a piece (bit): broken, fragment.
English (Thayer)
κλασματος, τό (κλάω), a fragment, broken piece: plural, of remnants of food, Xenophon, cyn. 10,5; Diodorus 17,13; Plutarch, Tib. Gr. 19; Anthol.; the Sept..)
Greek Monolingual
το (AM κλάσμα) κλώ
τεμάχιο, κομμάτι, τμήμα μονάδας («ὅτε τοὺς πέντε ἄρτους ἔκλασα... καὶ πόσους κοφίνους κλασμάτων πλήρεις ἤρατε;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. μαθ. ο μη ακέραιος ρητός αριθμός, που γράφεται υπό τη μορφή α/β, όπου ο α λέγεται αριθμητής και ο β παρονομαστής
2
(χημ) το συστατικό ενός μίγματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένες σταθερές ιδιότητες, όπως λ.χ. είναι η διαλυτότητα, τα όρια ζέσης και τήξης, με βάση τις οποίες καθίσταται δυνατός ο διαχωρισμός του από το υπόλοιπο μίγμα κατά τις διεργασίες απόσταξης, διύλισης κ.ά.
μσν.
(για γόνατα) λύγισμα, άρθρωση
μσν.-αρχ.
1. σπάσιμο, θλάση, εξάρθρωση
2. διάρρηξη, εισβολή σε σπίτι
αρχ.
1. τρίμμα, ψίχουλο, απομεινάρι
2. ρήγμα, ρωγμή, χάσμα, ράγισμα.
Greek Monotonic
κλάσμα: -ατος, τό (κλάω), αυτό που σπάζεται, κομμένο κομμάτι, τεμάχιο, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
κλάσμα: ατος τό обломок (sc. τῶν δοράτων Plut.); кусок Anth., NT.