περιτρέχω: Difference between revisions
ὡς χαρίεν ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾖ → how graceful is man when he is really a man | what a fine thing a human is, when truly human
(6) |
(3b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''περιτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι [[επίκαιρος]], στη [[μόδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[περικυκλώνω]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''περιτρέχω:''' μέλ. <i>-θρέξομαι</i> και <i>-δρᾰμοῦμαι</i>, αόρ. βʹ <i>-έδρᾰμον</i>, παρακ. -[[δεδράμηκα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[τρέχω]] εδώ κι [[εκεί]], [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Θέογν., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι [[επίκαιρος]], στη [[μόδα]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[τρέχω]] [[ολόγυρα]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., [[περικυκλώνω]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιτρέχω:''' (aor. 1 περιέθρεξα - aor. 2 [[περιέδραμον]] - эп. [[περίδραμον]], pf. περιδεδράμηκα и [[περιδέδρομα]])<br /><b class="num">1)</b> бегать вокруг, обегать кругом (τὴν λίμνην [[κύκλῳ]] Arph.; ὅλην τὴν χώραν NT): τὸν βληθέντα περιέδραμε [[ὅμιλος]] Her. толпа окружила (досл. сбежалась вокруг) раненого; εἰς ταὐτὸν π. [[μυριάκις]] Plat. тысячи раз возвращаться к одному и тому же; περιτρέχων [[ὅπη]] [[τύχοιμι]] Plat. бегая, где придется, т. е. мечась из стороны в сторону;<br /><b class="num">2)</b> быть во всеобщем употреблении: τὰ περιτρέχοντα Plat. общеупотребительные выражения; ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας γνώριμόν τινι [[γενέσθαι]] Plut. познакомиться с кем-л. в повседневном общении;<br /><b class="num">3)</b> перен. обходить, обманывать (πανουργότατα Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 31 December 2018
English (LSJ)
fut. -
A θρέξομαι Ar.Ra.193, -δρᾰμοῦμαι Id.V.138 : aor. περιέδρᾰμον Id.Eq.56 ; but inf. -θρέξαι Id.Th.657 : pf. -δεδράμηκα Pl. Clit.41oa, -δέδρομα (v. infr. 11.1b) :—run round and round, τὸ δῶμα π., said by a drunken man, Thgn.505 ; π. τὰ κυνίδια X.Oec.13.8 ; π. δεῦρο Ar.V.138 ; π. εἰς ταὐτόν come round, return to the same point, Pl.Tht.200c, cf. Clit.l.c. 2 run about everywhere, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Cratin.52 ; κύκλῳ π. καὶ βοᾶν Alex.174.1 ; π. ὅπῃ τύχοιμι Pl.Smp.173a, cf. Lys.30.21 : generally, to be in motion, circulate, Plot.6.3.24 ; ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης flexibility of movement, of a surgeon operating, Plu.2.67e. 3metaph., to be current, in vogue, ταῦτα περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Pl.Tht.202a ; ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία common society, Id.Ep.333e ; ὀνόματα περιτρέχοντα current, D.H.Din.2 ; τέχνη περιτρέχουσα, of Rhetoric, comprehensive art, ars circumcurrens, Quint.Inst.2.21.7. II c. acc., run round, τὴν λίμνην κύκλῳ Ar.Ra.193; run round searching, τὴν Πύκνα πᾶσαν Id.Th.657 ; run up to from all sides, τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Hdt.8.128. b of things, esp. in pf. -δέδρομα, encompass, surround, περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676 ; φήμη κακὴ -δέδρομεν αὐτούς Man.2.298 ; ὠκεανὸς π. γαῖαν D.P.41, cf. Theoc.Ep.4.5. 2 metaph., circumvent, take in, Ar.Eq.56.
German (Pape)
[Seite 597] (s. τρέχω), herumlaufen, sich schnell im Kreise herumbewegen; Theogn. 505; περιθρέξαι τὴν πύκνα, Ar. Thesm. 657; οὐκοῦν περιθρέξει τὴν λίμνην κύκλῳ, Ran. 193, umlaufen, wie Her. 8, 128; umherlaufen, Lys. 30, 21; ἐν κύκλῳ περιθρεκτέον τῷ λόγῳ, Plat. Theaet. 160 e; εἰς ταὐτόν, wieder auf denselben Punkt zurückkommen, 200 c; περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος, Ap. Rh. 3, 676; – übertr., im Umlauf sein, gäng und gebe, bes. im partic.; Plat. Ep. VII, 333 e; ὀνόματα κοινὰ καὶ περιτρέχοντα, D. Hal. Din. 2; Plut. Dion. 54; überall herumlaufen, überall zu finden sein, wie die Rhetorik eine τέχνη περιτρέχουσα heißt, quod in omni materia diceret, Quinct. 2, 21, 7; – auch wie circumvenire, listig umgehen, betrügen, Ar. Equ. 56 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
περιτρέχω: μέλλ. -θρέξομαι, ἀλλὰ συνήθ. -δρᾰμοῦμαι· ἀόρ. περιέδρᾰμον· πρκμ. -δεδράμηκα Πλάτ. Κλειτοφ. 410Α. Τρέχω ὁλόγυρα, περιστρέφομαι, τὸ δὲ δῶμα περιτρέχει, ὅπερ λέγει μέθυσος, Θέογν. 505· π. τὰ κυνίδια Ξεν. Οἰκ. 13, 8· π. δεῦρο Ἀριστοφ. Σφ. 138· π. εἰς ταὐτόν, περιστρέφομαι καὶ καταντῶ εἰς τὸ αὐτὸ σημεῖον, Λατ. redire, Πλάτ. Θεαίτ. 200C, πρβλ. Κλειτοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. 2) τρέχω τῇδε κἀκεῖσε, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισιν» 7· κύκλῳ δεήσει περιτρέχειν με καὶ βοᾶν Ἄλεξις ἐν «Παννυχίδι» 3· π. ὅπῃ τύχοιμι Πλάτ. Συμπ. 173Α, πρβλ. Λυσίαν 185. 13. 3) μεταφορ., ταῦτα μὲν γὰρ περιτρέχοντα πᾶσι προσφέρεσθαι Πλάτ. Θεαίτ. 202Α· ἡ περιτρέχουσα ἑταιρεία, κοινὴ ἑταιρεία, Πλάτ. Ἐπιστ. 333D· ὀνόματα περιτρέχοντα, περιτυχόντα, Διον. Ἁλ. π. Δεινάρχ. 2· ἡ περιτρέχουσα ὑγρότης, ἡ ἐπικρατοῦσα ὑγρασία, Πλούτ. 2. 67Ε· οὕτως ἡ ῥητορικὴ ἐκαλεῖτο: τέχνη περιτρέχουσα, περιεκτική, quod in omni materia diceret, Quint. Instt. 2. 21, 7. II. μετ’ αἰτ., τρέχω ὁλόγυρά τινος, τινὰ Ἡρόδ. 8. 128· τὴν λίμνην κύκλῳ Ἀριστοφ. Βάτρ. 193· τρέχω ὁλόγυρα ζητῶν, τὴν Πύκνα πᾶσαν ὁ αὐτ. ἐν Θεσμ. 657· ― ἐπὶ πραγμάτων, ἐν τῷ πρκμ., περιβάλλω, ὠκεανὸς π. γαῖαν Διον. Π. 41, πρβλ. Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 4. 5. 2) μεταφορ., περιέρχομαι, περικυκλώνω, περιλαμβάνω, Ἀριστοφ. Ἱππ. 56. ― Πρβλ. περιέρχομαι.
French (Bailly abrégé)
ao.2 poét. περίδραμον;
courir autour de, acc..
Étymologie: περί, τρέχω.
English (Autenrieth)
aor. περίδραμον: run up from every side, Il. 11.676†.
English (Strong)
from περί and τρέχω (including its alternate); to run around, i.e. traverse: run through.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. τρέχω, περιστρέφομαι γρήγορα γύρω από κάτι
2. τρέχω προς όλες τις κατευθύνσεις, τρέχω εδώ κι εκεί
3. διαδίδομαι παντού
αρχ.
1. τρέχοντας περικυκλώνω («τὸν δὲ βληθέντα περιέδραμεν ὅμιλος», Ηρόδ.)
2. (για τον Ωκεανό) περιζώνω, περιβρέχω
3. περιτριγυρίζω με δόλο κάποιον.
Greek Monotonic
περιτρέχω: μέλ. -θρέξομαι και -δρᾰμοῦμαι, αόρ. βʹ -έδρᾰμον, παρακ. -δεδράμηκα·
I. 1. τρέχω εδώ κι εκεί, τρέχω ολόγυρα, σε Θέογν., Αριστοφ.
2. περιστρέφομαι, σε Πλάτ.· μεταφ., είμαι επίκαιρος, στη μόδα, στον ίδ.
II. με αιτ., τρέχω ολόγυρα, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., περικυκλώνω, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
περιτρέχω: (aor. 1 περιέθρεξα - aor. 2 περιέδραμον - эп. περίδραμον, pf. περιδεδράμηκα и περιδέδρομα)
1) бегать вокруг, обегать кругом (τὴν λίμνην κύκλῳ Arph.; ὅλην τὴν χώραν NT): τὸν βληθέντα περιέδραμε ὅμιλος Her. толпа окружила (досл. сбежалась вокруг) раненого; εἰς ταὐτὸν π. μυριάκις Plat. тысячи раз возвращаться к одному и тому же; περιτρέχων ὅπη τύχοιμι Plat. бегая, где придется, т. е. мечась из стороны в сторону;
2) быть во всеобщем употреблении: τὰ περιτρέχοντα Plat. общеупотребительные выражения; ἐκ τῆς περιτρεχούσης ἑταιρείας γνώριμόν τινι γενέσθαι Plut. познакомиться с кем-л. в повседневном общении;
3) перен. обходить, обманывать (πανουργότατα Arph.).