δαρδάπτω: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δαρδάπτω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δάπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κτήματα δαρδάπτουσιν</i>, κατασπαταλούν την πατρική [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''δαρδάπτω:''' αναδιπλ. [[τύπος]] του [[δάπτω]], σε Ομήρ. Ιλ.· <i>κτήματα δαρδάπτουσιν</i>, κατασπαταλούν την πατρική [[κληρονομιά]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δαρδάπτω:''' Hom., Arph., Luc. = [[δάπτω]] 1 - 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:44, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. subj.
A δαρδάψῃ Opp.H.4.628; inf. δαρδάψαι, Hsch.: pf. δεδάρδαφα, Id.:—devour, of wild beasts, Il.11.479, Hp.Ep.17, etc.; κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, they devour one's patrimony, Od.14.92, 16.315, cf. Ar.Nu.711; δ. με πόθος Εὐριπίδου Id.Ra.66: in late Prose, Luc.Nec.14. (Perh. dissim. from *δαρ-δṛπτω, cf. δρέπω.)
German (Pape)
[Seite 523] zerreißen; reduplicirte Nebenform von δάπτω, vgl. ἀταρτηρός ἀτηρός. Bei Homer dreimal, in der Form δαρδάπτουσιν: Iliad. 11, 479 ὠμοφάγοι μιν (ἔλαφον) θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν; ματα (κτήματα) δαρδάπτουσιν ὑπέρβιον, οὐδ' ἔπι φειδώ. – Folgende: τὰς πλευρὰς δαρδάπτουσιν Ar. Nub. 711; übertr., τοι ουτοσὶ πόθος Εὐριπ ίδου με δαρδ. Ran. 66; auch sp. D., wie Strat. 62 (XII, 220). – Hesych. hat das perf. δεδάρδαφε.
Greek (Liddell-Scott)
δαρδάπτω: ἐκτεταμένος τύπος τοῦ δάπτω, ἐπὶ ἀγρίων θηρίων, Ἰλ. Λ. 479, κτλ.· κτήματα, χρήματα δαρδάπτουσιν, κατατρώγουσι τὴν πατρικὴν περιουσίαν τινός, Ὀδ. Ξ. 92, πρβλ. Π. 315· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 711, Βατρ. 66.
French (Bailly abrégé)
déchirer ; dévorer au pr. et au fig.
Étymologie: cf. δάπτω.
English (Autenrieth)
(= δάπτω): devour, Il. 11.479; fig., Od. 14.92, Od. 16.315.
Spanish (DGE)
devorar de las fieras ὠμοφάγοι μιν θῶες ἐν οὔρεσι δαρδάπτουσιν los carnívoros chacales lo devoran en los bosques, Il.11.479, paród. cóm. οἱ Κορίνθιοι ... τὰς πλευράς Ar.Nu.711, σε δαρδάπτει Διὸς αἰετός AP 12.220 (Strat.), Ἀκταίωνα Nonn.D.5.334, πώεα ... λύκοις ὑποδεῳθέντα Q.S.3.355, cf. Ar.Fr.425, Hp.Ep.17.8, Luc.Nec.14, Opp.H.4.628, Q.S.5.448, en v. pas. τὰ δ' ὑπ' ὀδοῦσι νηλεῶς δαρδάπτεται otras son devoradas cruelmente por sus dientes Amph.Seleuc.142
•de pers. διόπερ ἐπὶ τῶν ἀπλήστως καὶ θηριωδῶς ἐσθιόντων τὸ δάψαι καὶ δαρδάψαι por eso para los que comen desmesuradamente y como bestias (se usan) ‘δάψαι’ y ‘δαρδάψαι’ Ath.363a, τάχα δαρδάψεις καὶ φίλον AP 11.379.4 (Agath.)
•fig. κτήματα δαρδάπτουσιν devoran sus posesiones, Od.16.315, τοιουτοσὶ τοίνυν με δαρδάπτει πόθος Εὐριπίδου un deseo así de Eurípides me devora Ar.Ra.66
•desgarrar Hsch.
• Etimología: Prob. forma c. red. intensiva de δάπτω q.u., aunque hay otras propuestas: a) rel. δρέπω; b) de *δαρ-δραπτω; c) comp. de δαρδα-δάπτω.
Greek Monolingual
δαρδάπτω (Α)
1. (για θηρία) καταβροχθίζω
2. φρ. «δαρδάπτω χρήματα, κτήματα κ.λπ.» — κατατρώω, κατασπαταλώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < δαρ-δαρπ-τω (πρβλ. δρέπω) με ανομοιωτική αποβολή του δεύτερου -ρ-. Κατ' άλλους ο τ. δαρδάπτω συνδέεται παρετυμολογικά με το δάπτω].
Greek Monotonic
δαρδάπτω: αναδιπλ. τύπος του δάπτω, σε Ομήρ. Ιλ.· κτήματα δαρδάπτουσιν, κατασπαταλούν την πατρική κληρονομιά, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
δαρδάπτω: Hom., Arph., Luc. = δάπτω 1 - 3.