πετρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
(6)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πετρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πέτρα]] ή λίθο, [[πετρώδης]], [[πέτρινος]], [[βραχώδης]], όπως το [[πετραῖος]], [[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]], λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''πετρώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), όμοιος με [[πέτρα]] ή λίθο, [[πετρώδης]], [[πέτρινος]], [[βραχώδης]], όπως το [[πετραῖος]], [[πετρώδης]] [[κατῶρυξ]], λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.
}}
{{elnl
|elnltext=πετρώδης -ες [πέτρα] rotsachtig, rotsig.
}}
}}

Revision as of 10:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πετρώδης Medium diacritics: πετρώδης Low diacritics: πετρώδης Capitals: ΠΕΤΡΩΔΗΣ
Transliteration A: petrṓdēs Transliteration B: petrōdēs Transliteration C: petrodis Beta Code: petrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like rock or stone, rocky, stony, π. κατῶρυξ, of a grave, S.Ant.774, cf. Porph.Antr.9; of ground, Hp.Aër.1; γεηρὰ καὶ πετρώδη καὶ ἄγρια Pl.R.612a; ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Arist.HA549b14; τὸ π. BMus.Inscr.3.407.8 (Priene); ἄνθρωποι π. καὶ δενδρώδεις Heraclit.Incred.23; π. κεφαλή Philum.Ven.15.4.

German (Pape)

[Seite 606] ες, felsen-, steinähnlich, felsig, steinig, wie πετραῖος; δεσμός, Soph. Ant. 948, vgl. 770; καὶ γεήρης, Plat. Rep. X, 612 a; Sp., wie N. T., Plut. Sull. 16.

Greek (Liddell-Scott)

πετρώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πέτρᾳ, βραχώδης, πετρώδης, ὡς τὸ πετραῖος, πετρώδει... ἐν κατώρυχι, ἐπὶ τάφου, Σοφ. Ἀντ. 774, πρβλ.· 948· ἐπὶ ἐδάφους, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280· πετρώδη καὶ ἄγρια Πλάτ. Πολ. 612Α· ἐν τοῖς τραχέσι καὶ πετρώδεσι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 17, 8.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 pierreux, rocailleux;
2 de pierre, fait en pierres.
Étymologie: πέτρα ou πέτρος, -ωδης.

English (Strong)

from πέτρα and εἶδος; rock-like, i.e. rocky: stony.

English (Thayer)

πετρῶδες (from πέτρα and εἶδος; hence, properly, 'rocklike,' 'having the appearance of rock'), rocky, stony: τό πετρῶδες and τά πετρώδη, of ground full of rocks, Sophocles, Plato, Aristotle, Diodorus 3,45 (44), Plutarch, others.)

Greek Monolingual

-ες, ΝΜΑ
πέτρα
(για τόπο) αυτός που αποτελείται από πέτρα, χωρίς αρκετό χώμα, βραχώδης, γεμάτος πέτρες («λόφος πετρώδης και περίκρημνος», Πλούτ.)
αρχ.
1. (για ανθρώπους) αυτός που έχει προέλθει, που έχει γεννηθεί από πέτρα («ἄνθρωποι πετρώδεις καὶ δενδρώδεις», Ηράκλ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πετραῑον, τὰ πετραῑα
βραχώδης τόπος
3. φρ. α) «πετρώδης κατῶρυξ» — τάφος σκαμμένος, μέσα σε βράχο
β) «πετρώδης δεσμός» — πέτρινο δεσμωτήριο, πέτρινη φυλακή.

Greek Monotonic

πετρώδης: -ες (εἶδος), όμοιος με πέτρα ή λίθο, πετρώδης, πέτρινος, βραχώδης, όπως το πετραῖος, πετρώδης κατῶρυξ, λέγεται για τάφο, σε Σοφ., Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πετρώδης -ες [πέτρα] rotsachtig, rotsig.