ἐναφίημι: Difference between revisions

From LSJ

και ἅμα ἐλευθέραν καὶ εὐδοξοτάτην πόλιν διὰ παντὸς νεμόμεθα και δύναται μάλιστα σωφροσύνη ἔμφρων τοῦτ᾿ εἶναι → Just remember, we're a people with a long-standing reputation for freedom, a people held in the highest honor. Slowness to act can be nothing more than a mark of clear-headed self-control (Spartan King Archidamus)

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐναφίημι:''' μέλ. <i>-αφήσω</i>, [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει μέσα, σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐναφίημι:''' μέλ. <i>-αφήσω</i>, [[αφήνω]] [[κάτι]] να πέσει μέσα, σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐναφίημι:''' ион. [[ἐναπίημι]] (fut. ἐναφήσω)<br /><b class="num">1)</b> впускать, вводить (τι εἴς τι Arst.);<br /><b class="num">2)</b> всовывать (τῆν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν Her.).
}}
}}

Revision as of 12:37, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναφίημι Medium diacritics: ἐναφίημι Low diacritics: εναφίημι Capitals: ΕΝΑΦΙΗΜΙ
Transliteration A: enaphíēmi Transliteration B: enaphiēmi Transliteration C: enafiimi Beta Code: e)nafi/hmi

English (LSJ)

   A let drop into, put in, in aor. 1 ἐναπῆκε Hdt.1.214 (cf. ἐναφάπτω); insert, Arist.GA723b23.    II discharge in or into, γόνον Id.HA553b24; τῇ κοίτῃ (sc. κόπρον) Artem.2.26.    III of land in Egypt, release, i.e. transfer to private tenure, in Pass., POxy.918xiii 9 (ii A.D.), etc.    2 leave, ἐναφῆκέν μου τὰ κτήματα ἀγεώργητα PMasp.5.20 (vi A.D.).    IV permit, διατρέχειν τὸ πνεῦμα ἐν αὐτοῖς (sc. τοῖς νεύροις) . Orib.Fr.37.

German (Pape)

[Seite 831] ion. ἐναπίημι (s. ἵημι), hineinlassen, -werfen; τὴν κεφαλὴν εἰς τὸν ἀσκὸν ἐναπῆκε, hineinstecken, Her. 1, 214; von den Bienen, εἶτα τὸν γόνον ἐναφιᾶσι Arist. H. A. 5, 21; τῇ κοίτῃ, ins Bette machen, Artemid. 2, 26; Schol. Ar. Av. 66.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναφίημι: μέλλ. -αφήσω, ἀφίνω τι νὰ πέσῃ ἐντός τινος, θέτω ἐντός, διάφ. γραφ. παρ’ Ἡροδ. 1. 214 (ἴδε ἐναφάπτω). ΙΙ. ἐναποτίθημι, ἐναφιᾶσαι δὲ τὸν γόνον (αἱ ἀνθρῆναι), ὥσπερ αἱ μέλιτται, ὅσον σταλαγμὸν εἰς τὸ πλάγιον τοῦ κυττάρου Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 22, 4, π. Ζ. Γεν. 1. 18, 27 κ. ἀλλ.· τινὶ Ἀρτεμίδ. 2. 26.

French (Bailly abrégé)

f. ἐναφήσω;
introduire dans.
Étymologie: ἐν, ἀφίημι.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἐναπῆκε Hdt.1.214]
I tr., c. idea de direcc. frec. c. εἰς y ac. o dat.
1 introducir, meter ἐναπῆκε αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν introdujo su cabeza (de Ciro muerto) en el odre Hdt.l.c., c. dat. ἐναφῆκαν τῇ δρυῒ σφῆνας, ὡς διασταίη Babr.38.2 (var. en Sud.ε 1145)
fig. c. dat. μὴ ἐναφῶσι ταῖς ἐκκλησίαις τὰ σχίσματα Basil.Ep.69.2.
2 proyectar de sí, soltar, sacar ἐναφίησι τὸ θῆλυ εἰς τὸ ἄρρεν τῶν αὑτοῦ τι μορίων ref. al sistema reproductivo de ciertos insectos, Arist.GA 730b25, cf. 723b24, HA 542a2
fig. ἐναφήσω τὸν θυμὸν μου daré rienda suelta a mi ira LXX Ez.21.22
c. dat. de pers. lanzar, proyectar contra θυμὸν ... τοῖς δράσουσιν I.BI 3.261.
3 inyectar, imprimir, infundir fig. δίκην ... ἑρπετῶν τοῖς σαίνουσι τὸν ἰὸν ἐναφήκατε a la manera de las serpientes habéis inyectado vuestro veneno a los aduladores I.BI 6.336, ἵνα ... ἀκτῖνά τινα ἀμυδρὰν τοῦ νοήματος ἐναφῶ σου τῇ ψυχῇ Chrys.M.61.288, cf. Origenes Fr.94 in Io. (p.558.1), τὴν μορφὴν ἐναφῆκέ μου τοῖς ὀφθαλμοῖς imprimió su forma en mis ojos Ach.Tat.1.19.2.
II tr., sin idea de direcc.
1 dejar, soltar γόνον las abejas en el panal, Arist.HA 553b24, las avispas en la pared del avispero, Arist.HA 554b29, χυλόν ... λεπτότερον Hices. en Ath.309b.
2 dejar, abandonar ἐναφῆ[κ] εν μο(υ) τὰ κτήματα ἀγεώργητα PMasp.5.20 (VI d.C.), en v. pas. ἐναφεθὲν ὑπὸ τῶν ἐπειγομένων εἰς τὸ ἔμπροσθεν Basil.M.30.340B, ὑπὲρ τοῦ μὴ ἐναφί[ε] σθαι μηδὲν ἀγεώργητον Stud.Pal.20.88.6 (IV d.C.).
3 sent. dud. ceder en arriendo tierras públicas prob. a un precio reducido debido a su mala condición, sólo en v. pas. ἄρουραι ἐναφειμέναι PSI XX Congr.7.8, cf. POxy.918.13.9, PTeb.325.5 (todos II d.C.).
4 c. inf. dejar, permitir διατρέχειν ἐν αὐτοῖς (τοῖς νεύροις) τὸ ψυχικὸν πνεῦμα Orib.Ec.36.1, θεὸς ... ἐναφιεὶς δὲ τοῖς πόνοις ἐντρύχεσθαι permitiendo Dios que sean oprimidos con penas Cyr.Al.M.71.813C.
III intr., euf. soltarse e.d. hacérselo encima τῇ κοίτῃ Artem.2.26, ὑπὸ τοῦ δέους ἐναφεικώς cagado de miedo Sch.Ar.Au.66a.

Greek Monolingual

ἐναφίημι και ιων. τ. ἐναπίημι (Α)
1. αφήνω, βάζω, ρίχνω κάτι μέσα
2. αποθέτω, τοποθετώ μέσα
3. εγκαταλείπω, αφήνω
4. παθ. (για γη στην Αίγυπτο) παραδίνομαι σε καλλιεργητές
5. αφήνω ελευθερία κινήσεως, ενέργειας, επιτρέπω.

Greek Monotonic

ἐναφίημι: μέλ. -αφήσω, αφήνω κάτι να πέσει μέσα, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐναφίημι: ион. ἐναπίημι (fut. ἐναφήσω)
1) впускать, вводить (τι εἴς τι Arst.);
2) всовывать (τῆν κεφαλὴν ἐς τὸν ἀσκόν Her.).