ἐκστρέφω: Difference between revisions
Ὦ ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.
(4) |
(2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐκστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στρέφω]] προς τα έξω, [[ξεριζώνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[στρέφω]] τα [[εντός]] έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μεταβάλλω]] εντελώς, στον ίδ. | |lsmtext='''ἐκστρέφω:''' μέλ. <i>-ψω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[στρέφω]] προς τα έξω, [[ξεριζώνω]] από ένα [[μέρος]], με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[στρέφω]] τα [[εντός]] έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., [[μεταβάλλω]] εντελώς, στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐκστρέφω:''' <b class="num">1)</b> выворачивать, выдергивать ([[δένδρον]] βόθρου Hom.);<br /><b class="num">2)</b> выворачивать наружу (τὰ βλέφαρα Arph.): τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. ходить, выворачивая ноги в стороны;<br /><b class="num">3)</b> перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать (τοὺς τρόπους Arph.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A turn out of, βόθρου τ' ἐξέστρεψε [δένδρον] rooted up a tree from the trench it stood in, Il.17.58. II turn inside out, τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721 : metaph., change or alter entirely, τοὺς τρόπους Id.Nu.88 ; τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ib.554 :—Pass., ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορευόμενοι with feet turned outwards, Arist.Phgn.813a14 ; to be distorted, Gal.7.27. 2 metaph. in pf. part. Pass., γενεὰ ἐξεστραμμένη perverse generation, LXXDe.32.20. 3 transmute base metal, Zos. Alch.p.195B.
German (Pape)
[Seite 779] herausdrehen, -kehren; Ar. Plut. 721; δένδρον βόθρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen, Il. 17, 58; übertr., τρόπους Ar. Nubb. 88, nach Schol. μετέβαλε, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας 554, verdrehen, verderben.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκστρέφω: μέλλ. -ψω, στρέφω ἔξω, βόθρου τ᾿ ἐξέστρεψε δένδρον, ἐξερρίζωσε δένδρον ἐκ τοῦ βόθρου ἔνθα ἦν ἐρριζωμένον, Ἰλ. Ρ. 58. ΙΙ. στρέφω τὸ ἐντὸς ἔξω, γυρίζω «ξανάστροφα», τὰ βλέφαρα Ἀριστοφ. Πλ. 721 μεταφ., μεταβάλλω ἐντελῶς, τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Νεφ. 88· τοὺς Ἱππέας αὐτόθι 554: - Παθ., ποσὶν ἐξεστραμμένοις Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 14.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐξέστρεψα;
1 enlever en faisant tourner ; δένδρον βόθρου IL déraciner un arbre ; détruire, faire périr;
2 retourner.
Étymologie: ἐκ, στρέφω.
English (Autenrieth)
aor. ἐξέστρεψε: twist or wrench out of; ἔρνος βόθρου, Il. 17.58†.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐξστρ- SEG 30.380.6 (Tirinto VI a.C.)
1 sacar de su sitio, arrancar οἷον ... ἄνεμος ... βόθρου τ' ἐξέστρεψε igual que un vendaval arranca de su alcorque (un olivo) Il.17.58
•dislocar en v. pas. σώματα ῥᾳδίως ἐκστρέφεται Gal.7.27
•sacar de su sitio, hacer saltar, τὸ κλεῖθρον τῆς ... θύρας para forzar el cerrojo PHeid.423.7 (II a.C.).
2 dar la vuelta, volver del revés τὰ βλέφαρα Ar.Pl.721, τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι andar con los pies torcidos Arist.Phgn.813a14
•fig. ἔκστρεψον ... τοὺς ... τρόπους dale la vuelta a tus costumbres Ar.Nu.88, de un plagio ἐκστρέψας τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ... κακῶς tras haberle dado la vuelta a mis «Caballeros» de mala manera Ar.Nu.554.
3 de abstr. cambiar ἐξεστρέψατε εἰς θυμὸν κρίμα cambiásteis el juicio en violencia LXX Am.6.12
•en sent. peyor. desviar, pervertir ἐκστρέφοντες τοὺς δούλους τοῦ θεοῦ con herejías, Herm.Sim.8.6.5
•en perf. med.-pas. estar pervertido γενεὰ ἐξεστραμμένη ἐστίν LXX De.32.20, cf. Ep.Tit.3.11.
4 alquim. transmutar ref. al estado de un metal τὰ πάντα ... ἐκστρέφει τὴν φύσιν todas las cosas transmutan su naturaleza Zos.Alch.Comm.Gen.10.97, cf. 133, abs., op. στρέφω ‘convertir’, Zos.Alch.195.18.
English (Strong)
from ἐκ and στρέφω; to pervert (figuratively): subvert.
English (Thayer)
(ἐκσῴζω) 1st aorist ἐξεσωσα; to save from, either to keep or to rescue from danger (from Aeschylus and Herodotus down): εἰς αἰγιαλόν ἐκσωσαι τό πλοῖον, to bring the ship safe to shore, WH text; others ἐξῶσαι, see ἐξωθέω, and εἰ I:7c.]
Greek Monolingual
(AM ἐκστρέφω)
1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ' ἐξέστρεψε (δένδρον)» — ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.)
2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω
3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς («ἔκστρεψον... τοὺς σαυτοῡ τρόπους», Αριστοφ.)
4. μεταβάλλω τα ευγενή μέταλλα σε χρυσάφι
5. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐξεστραμμένος
διεστραμμένος, διεφθαρμένος.
Greek Monotonic
ἐκστρέφω: μέλ. -ψω,
I. στρέφω προς τα έξω, ξεριζώνω από ένα μέρος, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
II. στρέφω τα εντός έξω, σε Αριστοφ.· μεταφ., μεταβάλλω εντελώς, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκστρέφω: 1) выворачивать, выдергивать (δένδρον βόθρου Hom.);
2) выворачивать наружу (τὰ βλέφαρα Arph.): τοῖς ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. ходить, выворачивая ноги в стороны;
3) перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать (τοὺς τρόπους Arph.).