ἐμπρήθω: Difference between revisions
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
(4) |
(2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμπρήθω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] μέσα σε [[κάτι]], [[φουσκώνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐμπεπρημένη ὗς</i>, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό [[γουρούνι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἐμπίπρημι]], [[καίω]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐμπρήθω:''' μέλ. <i>-σω</i> (<i>ἐν</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[φυσώ]] μέσα σε [[κάτι]], [[φουσκώνω]], σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>ἐμπεπρημένη ὗς</i>, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό [[γουρούνι]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἐμπίπρημι]], [[καίω]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμπρήθω:''' эп. [[ἐνιπρήθω]] (impf. ἐνέπρηθον, fut. [[ἐμπρήσω]], aor. [[ἐνέπρησα]])<br /><b class="num">1)</b> (= [[ἐμπίπρημι]]) поджигать, сжигать ([[ἄστυ]] Hom.; τὸν [[ναύσταθμον]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> опалять или коптить (ἐμπεπρημένη ὗς Arph.);<br /><b class="num">3)</b> дуть, веять: ἐν δ᾽ [[ἄνεμος]] πρῆσεν [[μέσον]] [[ἱστίον]] Hom. ветер подул в середину паруса. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:48, 31 December 2018
English (LSJ)
A blow up, inflate, of the wind, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Il.1.481:—Pass., to be bloated or swollen, ἐμπεπρησμένης ὑός Ar.V.36 (-πρημ- cod. R), cf. Gal. ap. Orib.8.19.7. II burn, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ Il.9.589:—Pass., Ath.Med. ap. Orib.1.2.4; cf. ἐμπίμπρημι.
German (Pape)
[Seite 817] = ἐμπίπρημι; ἐνέπρηθον Il. 9, 589; sonst ἐνιπρῆσαι, verbrennen, πυρὸς αἰθομένοιο, indem das Feuer brennt, mit Feuer, 16, 82; – anblasen, anschwellen, ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον, der Wind blies mitten ins Segel, Il. 1, 481.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπρήθω: μέλλ. -σω, φυσῶ, ἐμφυσῶ, κάμνω τι νὰ φουσκώσῃ, ἐπὶ ἀνέμου, ἐν δ’ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Ἰλ. Α. 481· ἴδε πρήθω: - Παθ., ἔχουσα φωνὴν ἐμπεπρημένης ὑός, «ἐμπεφυσημένης, παχείας· πρῆσαι γὰρ τὸ φυσῆσαι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Σφ. 36. ΙΙ. καίω, ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ, «ἐνεπύριζον, ἔκαιον» (Σχόλ.), Ἰλ. Ι. 589· ἀλλ’ ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἀλλαχοῦ μόνον κατὰ μέλλοντα ἐμπρήσω καὶ κατ’ ἀόρ. ἐμπρῆσαι ἐκ τοῦ ῥήματος ἐμπίπρημι.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐνέπρηθον, f. ἐμπρήσω, ao. ἐνέπρησα;
brûler, incendier.
Étymologie: ἐν, πρήθω.
English (Autenrieth)
ipf. ἐνέπρηθον, ἐνιπρήσω, fut. inf. ἐμπρήσειν, aor. ἐνέπρησε, ἔμπρησε, subj. ἐνιπρήσωσι: (1) of wind, blow into, fill the sail, Od. 2.427. —(2) of fire, kindle; νῆας, ἄστυ, νεκρούς, Il. 8.182; usually with πυρί, also πυρός (part. gen.), Il. 9.242, Il. 16.82.
Spanish (DGE)
quemar, incendiar μέγα ἄστυ Il.9.589, v. ἐμπίμπρημι.
English (Strong)
from ἐν and pretho (to blow a flame); to enkindle, i.e. set on fire: burn up.
English (Thayer)
1st aorist ἐνέπρησα; from Homer down; the Sept. for שָׂרַף and הִצִית; to burn; destroy by fire: τήν πόλιν, Matthew 22:7.
Greek Monolingual
ἐμπρήθω (Α)
1. (για άνεμο) φυσώ, εμφυσώ, εξογκώνω, κάνω κάτι να φουσκώσει («ἐν δ' ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.)
2. καίω, πυρπολώ («ἐπὶ πύργων βαῑνον Κουρῆτες και ἐνέπρηθον μέγα ἄστυ», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐμπρήθω: μέλ. -σω (ἐν)·
I. φυσώ μέσα σε κάτι, φουσκώνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ἐμπεπρημένη ὗς, πρησμένο, φουσκωμένο θηλυκό γουρούνι, σε Αριστοφ.
II. = ἐμπίπρημι, καίω, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπρήθω: эп. ἐνιπρήθω (impf. ἐνέπρηθον, fut. ἐμπρήσω, aor. ἐνέπρησα)
1) (= ἐμπίπρημι) поджигать, сжигать (ἄστυ Hom.; τὸν ναύσταθμον Plut.);
2) опалять или коптить (ἐμπεπρημένη ὗς Arph.);
3) дуть, веять: ἐν δ᾽ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον Hom. ветер подул в середину паруса.