κατηφής: Difference between revisions
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
(nl) |
(2b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατηφής -ές [κατά, ἁφή?] met neergeslagen ogen, beschaamd. | |elnltext=κατηφής -ές [κατά, ἁφή?] met neergeslagen ogen, beschaamd. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατηφής:''' <b class="num">1)</b> печально опущенный, потупленный ([[ὄμμα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> испытывающий чувство стыда ([[ἴομεν]] ἢ καὶ [[ἔπειτα]] κατηφέες [[ἐσσόμεθα]] [[αἰεί]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> печальный, опечаленный, грустный ([[παιδίον]] Anth.);<br /><b class="num">4)</b> мрачный, темный ([[νύξ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A with downcast eyes, downcast, κατηφέες ἐσσόμεθ' αἰεί Od.24.432, cf. Cic. Att.13.42.1; τὸν μὲν κατηφῆ E.Or.881; κ. ὄμμα Id.Heracl.633 (but κ. ὀφθαλμοί sunken eyes, Hp.Epid.7.25); κ. καὶ ὑπεραύστηρος POxy. 471.92 (ii A.D.); of animals, αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Arist.HA572b9; τὸ κ. Id.Phgn.808a10, cf.807b12: metaph., κ. ἄμπελος drooping in sorrow, Him.Or.9.4. 2 metaph., dim, obscure, νύξ AP9.658 (Paul. Sil.); χωρίον Poll.5.110; of colour, κ. ὁ λίθος καὶ μέλας Philostr.VS2.1.8, cf. Him.Ecl.12.7.
German (Pape)
[Seite 1401] ές (wahrscheinlich von κατά u. φάος, vgl. κατωπιάω), mit niedergeschlagenen Augen, niedergeschlagen, gedemüthigt, beschämt; Od. 24, 432; κατηφὲς ὄμμα Eur. Heracl. 633; ὀφθαλμοί Hippocr.; κατηφέστερος Arist. H. A. 6, 18; Folgde, wie Plut. Pomp. 73; dem στυγνός entsprechend, gtrat. 51 (XII, 704), dem δεδακρυμένος, 54 (XII, 212); νύξ Paul. Sil. 65 (IX, 658). – Auch χωρίον κατηφές, Poll. 5, 110; von dunkler Farbe, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατηφής: -ές, ἔχων τὰ ὄμματα ἐστραμμένα πρὸς τὰ κάτω, ὅστις τὰ ἔχει καταιβασμένα ἐξ αἰσχύνης ἢ λύπης, τεθλιμμένος, ἄθυμος, κατηφέες ἐσσόμεθ’ αἰεὶ Ὀδ. Ω. 432· τὸν μὲν κατηφῆ Εὐρ. Ὀρ. 881· κ. ὄμμα Εὐρ. Ἡρακλ. 633· κ. ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1217Α· ἐπὶ ζῴων, αἱ ἵπποι ὅταν ἀποκείρωνται, γίνονται κατηφέστεραι Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 14· τὸ κατηφὲς ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 3. 8, πρβλ. 2·- θεοῖς καταχθονίοις… λαὸς κατηφὴς Ἐπιγρ. Συρακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5394. 2) μεταφορ., σκοτεινός, μαῦρος, νὺξ Ἀνθ. ΙΙ. 6. 658· χωρίον Πολυδ. Ε΄, 110· ἐπὶ χρώματος, λίθος κ. καὶ μέλας Φιλόστρ. 556, πρβλ. Ἱμέριον 12. 7. Ἐτυμολογία ἀμφίβολος, τινὲς παράγουσιν ἐκ τοῦ κάτω-φάεα (=ὄμματα) βάλλειν, ὅπερ δὲν ἀπᾴδει πρὸς τὴν σημασίαν· διότι κατὰ τὸν Πλούτ. (2. 528Ε) ἡ κ. λύπη πρὸς τὰ κάτω βλέπειν ποιοῦσα· ὁ δὲ Σχολιαστ. τοῦ Ὁμήρου ἐν Ἰλ. Ρ. 556 φησὶ «κατωπίη ἀπὸ τοῦ κάτω τὰς ὦπας ἔχειν τοὺς ἐπὶ τοῖς αἰσχροῖς κατηφεῖς γιγνομένους», πρβλ. κατωπός, κατωπιάω.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui baisse les yeux de honte ou de tristesse.
Étymologie: κατά, ἅπτω.
English (Autenrieth)
ές: humiliated, disgraced, Od. 24.432†.
Greek Monolingual
-ές (AM κατηφής, -ές)
κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ.
β. «κατηφὲς ὄμμ' ἔχεις;», Ευρ.)
αρχ.
1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί μαρασμό
2. μτφ. μαύρος, σκοτεινός («χωρίον κατηφές», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < κατά + ἁφή, (< ἅπτω].
Greek Monotonic
κατηφής: -ές,
1. αυτός που έχει χαμηλωμένα μάτια, κατσούφης, αποκαρδιωμένος, άφωνος, σε Ομήρ. Οδ., Ευρ.
2. μεταφ., σκοτεινός, μαύρος, ασαφής, απροσδιόριστος, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατηφής -ές [κατά, ἁφή?] met neergeslagen ogen, beschaamd.
Russian (Dvoretsky)
κατηφής: 1) печально опущенный, потупленный (ὄμμα Eur.);
2) испытывающий чувство стыда (ἴομεν ἢ καὶ ἔπειτα κατηφέες ἐσσόμεθα αἰεί Hom.);
3) печальный, опечаленный, грустный (παιδίον Anth.);
4) мрачный, темный (νύξ Anth.).