περαιόω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργον δ' οὐδὲν ὄνειδος, ἀεργίη δέ τ' ὄνειδοςwork is no disgrace, but idleness is disgrace | work is no disgrace, but idleness is | work is no disgrace; it is idleness which is a disgrace | work is no disgrace; the disgrace is idleness | work is no disgrace, not working is a disgrace | work is no shame, it is idleness that is shame | there is no shame in work, shame is in idleness

Source
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], [[μεταφέρω]] πιο πέρα ή [[απέναντι]], <i>στρατιὰν ἐπεραίωσε</i>, Λατ. trajecit exercitum, σε Θουκ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[προσπερνώ]], [[διαβαίνω]], περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Θουκ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[πέλαγος]], σε Θουκ.
|lsmtext='''περαιόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[μεταφέρω]] στην [[απέναντι]] [[πλευρά]], [[μεταφέρω]] πιο πέρα ή [[απέναντι]], <i>στρατιὰν ἐπεραίωσε</i>, Λατ. trajecit exercitum, σε Θουκ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., [[προσπερνώ]], [[διαβαίνω]], περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Θουκ.· επίσης με αιτ. τόπου, <i>ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα</i>, σε Ηρόδ.· τὸ [[πέλαγος]], σε Θουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''περαιόω:''' <b class="num">1)</b> переправлять, перевозить (στρατιάν Thuc.; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Polyb.): π. τινα τὸ [[ῥεῖθρον]] Polyb. переправлять кого-л. через реку;<br /><b class="num">2)</b> преимущ. med. переправляться, переплывать (τὸν Ἑλλήσποντον Thuc.; med.: [[πέλαγος]] Thuc.; ποταμόν Polyb.).
}}
}}

Revision as of 01:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαιόω Medium diacritics: περαιόω Low diacritics: περαιόω Capitals: ΠΕΡΑΙΟΩ
Transliteration A: peraióō Transliteration B: peraioō Transliteration C: peraioo Beta Code: peraio/w

English (LSJ)

   A carry over or across, στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε Th.4.121, cf. Plu.Crass.10, al.; π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Plb.1.66.1 ; ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Plu.2.196c: metaph., ἡ ψυχὴ διὰ φιλοσοφίας ἐπεραιώθη Arist.Mu.391a12 : c. dupl. acc., τοὺς λοιποὺς π. τὸ ῥεῖθρον Plb.3.113.6:—Pass. (with fut. Med. in Th.1.10), pass over, cross, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Od.24.437 ; πῶς περαιωθήσομαι; Ar.Ra.138 (nowh. else in Poets) ; περαιοῦσθαι ναυσὶν ἐπ' ἀλλήλους Th.1.5 ; περαιωθείς Id.4.120 ; ἐς νῆσον π. Id.5.109 ; εἰς τὴν Ἀσίαν X.An.7.2.12 : c. acc. loci, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Hdt.1.209; περαιωθείς (sc. τὸν Ἑλλήσποντον) Id.5.14; τὸ πέλαγος Th.1.10; τὸν Ἰόνιον Id.6.34.    2 intr. in Act., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν Id.2.67.    3 in Pass., pass through, of cauteries, Hp.Art.11, cf. Oss.7, Aret.SD1.7.    II = περαίνω, complete a transaction, etc., Leg.Gort.7.11, GDI4998 vii 15, dub. in Epicur.Nat.2.6 :—Pass., ἔνθα αἱ συνουσίαι περαιοῦνται Ruf.Anat.64; ὁ-ούμενος χρόνος Vett.Val.276. 34 :—περαιωθέντων is f.l. for περανθέντων in X.HG2.4.39; περαιοῦται (is bounded) shd. perh. be περατοῦται in Philol.[21].

German (Pape)

[Seite 562] auf das jenseitige Land od. Ufer bringen, übersetzen; μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι, Od. 24, 437; u. so gew. im pass. περαιοῦσθαι, Ar. Ran. 138, wie in Prosa Thuc. 7, 1 u. öfter, περαιωθῆναι, 4, 120. 5, 109; aber auch act., πλοίῳ ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν, 2, 67, vgl. 4, 121; Folgde; Pol. verbindet es mit doppeltem accus., περαιώσας το ὺς λοιποὺς τὸ ῥεῖθρον, 3, 113, 6; περαιοῦσθαι τὸν Πάδον, εἰς τὴν Ἑλλάδα, 1, 3, 6; τὸν ποταμὸν πεπεραιωμένος, 3, 64, 1, u. öfter, u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

περαιόω: φέρω εἰς ἀπέναντι μέρος, μεταφέρω, διαβιβάζω, στρατιὰν πλείω ἐπεραίωσε, ὡς τὸ Λατ. trajicere exercitum, Θουκ. 4. 121, Πλούτ.· π. τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Πολύβ. 1. 66, 1· ἐπὶ Καρχηδόνα τὸν στόλον Πλούτ. 2. 196C· - μετὰ διπλῆς αἰτ., π. τοὺς λοιποὺς τὸ ῥεῖθρον Πολύβ. 3. 113, 6. - Παθ. (μετὰ μέσ. μέλ. ἐν Θουκ. 1. 10), μεταβαίνω, διέρχομαι, διαβαίνω, μὴ φθέωσι περαιωθέντες ἐκεῖνοι Ὀδ. Ω. 437· πῶς περαιωθήσομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 138 (οὐδαμοῦ ἄλλοθι παρὰ ποιηταῖς)· ναυσὶν περαιοῦσθαι ἐπ᾿ ἀλλήλους Θουκ. 1. 5· περαιωθεὶς ὁ αὐτ. 4. 120· ἐς νῆσον περαιωθῆναι ὁ αὐτ. 5. 109· εἰς τὴν Ἀσίαν Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 12· - ὡσαύτως μετ᾿ αἰτ. τόπου, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα Ἡρόδ. 1. 209· περαιωθεὶς (ἐξυπ. τὸν Ἑλλήσποντον) ὁ αὐτ. 5. 14· τὸ πέλαγος Θουκ. 1. 10· τὸν Ἰόνιον ὁ αὐτ. 6. 34· οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἔμελλον τὸν Ἑλλήσποντον περαιώσειν ὁ αὐτ. 2. 67. ΙΙ. = περαίνω, Κλήμ. Ἀλ. 734, Βυζ.· ἀλλ᾿ ἐν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 39, τὸ περαιωθέντων, διορθωτέον εἰς περανθέντων, πρβλ. Wytt. Ep. Crit. 3. 4, σ. 43 (ἐν ταῖς νεωτ. ἐκδ. διωρθώθη τὸ χωρίον). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 387-391, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 549.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. περαιώσω, ao. ἐπεραίωσα, pf. inus.
1 transporter au delà (d’un fleuve ou d’une mer) : στρατιάν THC une armée ; ἐπὶ Καρχηδόνα στόλον PLUT transporter une expédition à Carthage ; Pass. être transporté au delà, passer de l’autre côté, avec l’acc. ou ἐπί ou εἰς et l’acc.;
2 intr. se transporter au delà de, traverser, acc..
Étymologie: περαῖος.

English (Autenrieth)

only aor. pass. part., περαιωθέντες, crossing over, Od. 24.437†.

Greek Monotonic

περαιόω: μέλ. -ώσω·
I. μεταφέρω στην απέναντι πλευρά, μεταφέρω πιο πέρα ή απέναντι, στρατιὰν ἐπεραίωσε, Λατ. trajecit exercitum, σε Θουκ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., προσπερνώ, διαβαίνω, περνώ, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ., Θουκ.· επίσης με αιτ. τόπου, ἐπεραιώθη τὸν Ἀράξεα, σε Ηρόδ.· τὸ πέλαγος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

περαιόω: 1) переправлять, перевозить (στρατιάν Thuc.; τοὺς στρατιώτας εἰς τὴν Λιβύην Polyb.): π. τινα τὸ ῥεῖθρον Polyb. переправлять кого-л. через реку;
2) преимущ. med. переправляться, переплывать (τὸν Ἑλλήσποντον Thuc.; med.: πέλαγος Thuc.; ποταμόν Polyb.).