καχεξία: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(2b) |
(nl) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καχεξία:''' ἡ<b class="num">1)</b> плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дурное настроение Polyb. | |elrutext='''καχεξία:''' ἡ<b class="num">1)</b> плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);<br /><b class="num">2)</b> дурное настроение Polyb. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A bad habit of body, opp. εὐεξία, Hp.Aph.3.31 (pl.), Pl.Grg.450a, Arist.EN1129a20, PSI6.632.8 (iii B.C.); distd. from κακοχυμία, Gal. 10.263. 2 of the mind, bad disposition, disaffection, Diph.24, Nicol.Com.1.12, Plb.5.87.3, Hierocl.in CA7p.430M.: play on both meanings in Str.14.5.14. 3 in Lit. Crit., bad style, κ. τῆς ἑρμηνείας Phld.Rh.1.188 S., al.: pl., ib.189 S.
German (Pape)
[Seite 1409] ἡ, schlechter Zustand, bes. schlechte Beschaffenheit des Leibes u. der Gesundheit; σωμάτων, Ggstz εὐεξία, Plat. Gorg. 450 a; Arist. part. anim. 3, 5; Sp., bes. Medic. – Uebertr., üble Gesinnung, schlechte Denkart, Diphil. bei Ath. VI, 254 f; καὶ ῥᾳθυμία Pol. 5, 87, 3.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰχεξία: ἡ, (ἕξις), κακὴ κατάστασις τοῦ σώματος, ἀντίθ. τῷ εὐεξία, Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλάτ. Γοργ. 450Α, Ἀριστ., κτλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, κακὴ διάθεσις, κακὴ κατάστασις, Δίφιλ. ἐν «Γαμ.» 1, Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12, Πολύβ. 5. 87, 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mauvaise constitution physique.
Étymologie: κακός, ἔχω.
Greek Monolingual
η (ΑΜ καχεξία)
ιατρ. βαριά διαταραχή και εξασθένηση όλων τών λειτουργιών της θρέψης
αρχ.
1. μτφ. (για την ψυχή) κακή διάθεση, δυσαρέσκεια
2. (ως φιλολογικός όρος)
το κακό ύφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καχέκτης. Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. cachexia < υστερολατ. cachexia < καχεξία < καχό- (πρβλ. κακ-ο-) + -ἑξία < -έκτης < ἔχω, πρβλ. μέλλ. ἕξω)].
Greek Monotonic
κᾰχεξία: ἡ (ἕξις), κακή κατάσταση σώματος, αντίθ. προς το εὐεξία, σε Πλάτ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
καχεξία: ἡ1) плохое состояние, болезненность (τῶν σωμάτων Plat.; κ. νόσῳ ἀκολουθεῖ Arst.);
2) дурное настроение Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καχεξία -ας, ἡ, Ion. κακεξίη [κακός, ἔχω] slechte conditie.