ἀρτέμων: Difference between revisions
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
(1b) |
(1) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀρτέμων:''' ονος ὁ мор. брамсель NT. | |elrutext='''ἀρτέμων:''' ονος ὁ мор. брамсель NT. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=-ονος<br />Grammatical information: m.<br />Meaning: [[foresail]] (Act. Ap. 27, 40), <b class="b2">mast with f.</b>; meaning uncertain in Lyd. Mens. 2, 12.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Unexplained technical word, of which meaning and history is not yet well-known. Connection with <b class="b3">ἀρτέομαι</b> or <b class="b3">ἀρτάω</b> with <b class="b3">-μων</b> (Chantr. Form. 172, Schwyzer 522) does not explain the meaning. Improb. vW. - Lat. LW [loanword] <b class="b2">artemo(n</b>) since Lucil. as name of a sail v.t., in Vitr. 10, 2, 9 also <b class="b2">principal pulley</b> (from here Fr. [[artimon]], with different meaning). Cf. J. Vart, L'art nautique 101-106; J. Rougé, Commerce maritime 58f. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:08, 2 January 2019
English (LSJ)
ονος, ὁ, (ἀρτάω)
A foresail of a ship, Act.Ap.27.40, dub. sens. in Lyd.Mens.2.12. II principal pulley in a system, Vitr. 10.2.9 (in Latin form, = Gk. ἐπάγων).
German (Pape)
[Seite 361] ονος, ὁ, 1) Bramsegel, N. T – 2) der dritte Kolben im Flaschenzuge, Leitflasche, Vitruv. 10, 5. – Auch ἀρτεμώνη u. ἀρτεμωνία, s. Lob. Paralip. 317.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρτέμων: ονος [ωνος], ὁ, (ἀρτάω) κατὰ τὸν Smith ἐν «Voyage and Shipwreck of St. Paul» (πλοῦς καὶ ναυάγιον τοῦ Ἀποστ. Παύλου) σ. 102, 153 κἑξ., εἶναι ὁ ἄλλως λεγόμενος δόλων, ὅστις ἦτο μικρὸν ἱστίον ἀναπεταννύμενον ἐπὶ ἱστοῦ οὐχὶ ὑψηλοῦ παρὰ τὴν πρῷραν τοῦ πλοίου, Πράξ. Ἀποστ. 27. 40· - ὡσαύτως -ώνιον, τό, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 359. ΙΙ. ἡ τρίτη τροχαλία ἐν τῇ μηχανῇ τῇ καλουμένῃ πολύσπαστον, ἣν οἱ Ἕλληνες κατὰ Βιτρούβιον (10. 5) ὠνόμαζον ἐπάγοντα.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
1 voile d’artimon;
2 sorte de poulie.
Étymologie: ἀρτάω.
Spanish (DGE)
-ονος, ὁ
1 náut. trinquete op. malus ‘mástil’, Antistius Labeo en Dig.50.16.242, ἐπάραντες τὸν ἀρτέμωνα Act.Ap.27.40.
2 cierta polea (el ἐπάγων) del polipasto, Vitr.10.2.9.
3 división, coyuntura en el cómputo del tiempo ἐξ αὐτοῦ δὲ τοῦ νοητοῦ αἰῶνος ἔστι συνιδεῖν τοὺς ἀρτέμονας Lyd.Mens.2.12.
• Etimología: Quizá deriv. de ἀρτάω ‘suspender’, c. un suf. *-mōn de n. de instrumento.
English (Strong)
from a derivative of ἄρτι; properly, something ready (or else more remotely from αἴρω (compare ἄρτος); something hung up), i.e. (specially) the topsail (rather foresail or jib) of a vessel: mainsail.
English (Thayer)
ἀρτεμονος (L T Tr WH ἀρτεμωνος, cf. Winer s Grammar, § 9,1d.; (Buttmann, 24 (22))), ὁ, top-sail (or foresail?) of a ship: Acts 27:40; cf. Meyer at the passage; (especially Smith, Voyage and Shipwr. of St. Paul, p. 192 f; Graser in the Philologus, 3rd suppl. 1865, p. 201ff).
Greek Monolingual
ο (Α ἀρτέμων)
ο φλόκος
αρχ.
1. μικρό ιστίο του μικρού καταρτιού της πλώρης
2. η τρίτη τροχαλία στο «πολύσπαστον» του Αρχιμήδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος αβέβαιης προελεύσεως. Υποστηρίχτηκε ότι πρόκειται για παράγωγο του ρ. αρτέομαι «ετοιμάζομαι», αλλά πιο πιθανή φαίνεται η υπόθεση ότι προήλθε από το ρ. αρτώ «κρεμώ», πράγμα που αντιστοιχεί και αρμόζει και στις δύο σημασίες της λ. Ο τ. ανήκει στις λέξεις της τεχνικής ορολογίας με επίθημα -μων / -μονος, που συνιστούν κυρίως ονόματα οργάνων. Ο λατινικός όρος artemo(n), -onis, με την ίδια σημασία, είναι δάνειο από την Ελληνική και απο αυτόν προήλθε και το γαλλ. artimon «κατάρτι στην πρύμνη του πλοίου»].
Greek Monotonic
ἀρτέμων: -ονος, ὁ (ἀρτάω), πιθ. το ιστίο, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
ἀρτέμων: ονος ὁ мор. брамсель NT.
Frisk Etymological English
-ονος
Grammatical information: m.
Meaning: foresail (Act. Ap. 27, 40), mast with f.; meaning uncertain in Lyd. Mens. 2, 12.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained technical word, of which meaning and history is not yet well-known. Connection with ἀρτέομαι or ἀρτάω with -μων (Chantr. Form. 172, Schwyzer 522) does not explain the meaning. Improb. vW. - Lat. LW [loanword] artemo(n) since Lucil. as name of a sail v.t., in Vitr. 10, 2, 9 also principal pulley (from here Fr. artimon, with different meaning). Cf. J. Vart, L'art nautique 101-106; J. Rougé, Commerce maritime 58f.