κρότος: Difference between revisions
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
(nl) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κρότος -ου, ὁ geklap, gedreun:; κ. ποδῶν het gestamp van voeten Eur. Hcld. 783; χειρῶν κ. het geklap van handen Aristoph. Ran. 157; abs. applaus:. κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες instemmend applaus Plat. Lg. 700c. | |elnltext=κρότος -ου, ὁ geklap, gedreun:; κ. ποδῶν het gestamp van voeten Eur. Hcld. 783; χειρῶν κ. het geklap van handen Aristoph. Ran. 157; abs. applaus:. κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες instemmend applaus Plat. Lg. 700c. | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause</b> (Att. etc.).<br />Compounds: Often as 2. member, e.g. <b class="b3">μονό-</b>, <b class="b3">δί-</b>, <b class="b3">τρί-κροτος</b> <b class="b2">with one, two, three rows of rowers</b> (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), <b class="b3">ἱππό-κροτος</b> <b class="b2">beaten by horses, sounding from the beat of horses</b> (Pi., E.), <b class="b3">ἀπό-κροτος</b> <b class="b2">beaten hard</b> (Th., X.).<br />Derivatives: <b class="b3">κροτέω</b>, also with preflx, esp. <b class="b3">συν-</b>, in diverse meanings, <b class="b2">rattle (make), beat, stamp</b> (O 453, IA.) with <b class="b3">κρότημα</b> (S., E.), <b class="b3">-ησμός</b> (A. Th. 561, after <b class="b3">ὀρχησμός</b>? Chantraine Formation 141), <b class="b3">-ησις</b> ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), <b class="b3">-ητικός</b> (Dosith.). - <b class="b3">κρόταλα</b> n. pl. [[clapper]], [[castanets]] (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. [[boaster]] (Ar., E.), with <b class="b3">κροτάλια</b> n. pl. <b class="b2">(clappering) ear-rings</b> (pap.), NGr. <b class="b3">κροταλίας</b>, <b class="b3">-ίτης</b> <b class="b2">clappersnake?</b> (Redard Les noms grecs en <b class="b3">-της</b> 83), <b class="b3">κροταλίζω</b> [[clapper]] (A 160, Hdt. usw.) with <b class="b3">-ίστρια</b>, <b class="b3">-ιστρίς</b> [[castanetteplayer]] (pap.).<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: On <b class="b3">κρόταφος</b>, <b class="b3">-φίς</b> s. v. As soundverb compare <b class="b3">κροτέω</b> with <b class="b3">κομπέω</b>, <b class="b3">κοναβέω</b>, <b class="b3">δουπέω</b>, <b class="b3">βρομέω</b>, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of <b class="b3">κροτέω</b> compared with <b class="b3">κρότος</b> speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE [[hrindan]], [[hrand]], OWNo. [[hrinda]], [[hratt]] [[push]] (IE <b class="b2">*kre-n-t-</b>? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with <b class="b3">κροτ-</b>, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:23, 3 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A rattling noise, made to collect a swarm of bees, Arist.HA 627a16; κ. ποδῶν beat of the feet in dancing, E.Heracl.783 (pl.), Tr. 546 both lyr.); κ. σικινίδων Id.Cyc.37; ὁ τῶν δακτύλων κ. snapping of the fingers, Ael.NA17.5; ἐνόπλιος κ. clash of arms, Plu.Mar.22; ὁ κ. τῶν λόγων Luc.Dem.Enc.15 (but perh. 'welding'); ἡ εὔροια καὶ ὁ τῆς γλώσσης κ. Philostr.VS2.25.6; ῥυθμοῖο κ. APl.4.226 (Alc. Mess.). 2 κ. χειρῶν clapping of hands, applause, Ar.Ra.157: abs., X.An.6.1.13, etc.; θόρυβον καὶ κ . . . ἐποιήσατε D.21.14, cf. 19.195. b in token of ridicule, γέλως καὶ κ. Pl.La.184a.
Greek (Liddell-Scott)
κρότος: -ου, ὁ, ξηρὸς ἦχος ὃν προξενεῖ τις ὅπως συναγάγῃ σμῆνος μελισσῶν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 51· κρ. ποδῶν, τὸ κτύπημα τῶν ποδῶν κατὰ τὸν χορόν, Εὐρ. Ἡρακλ. 783, Τρῳ. 546, πρβλ. Κύκλ. 37· ὁ τῶν δακτύλων κρ., ὁ κρότος ὁ ἀποτελούμενος διὰ τῆς συγκρούσεως τῶν δακτύλων, ὡς νῦν ποιοῦσιν οἱ ὀρχούμενοι, Αἰλ. π. Ζ. 17. 5· ἐνόπλιος κρ., ὁ ἐκ τῆς συγκρούσεως τῶν ὅπλων κρότος, Πλουτ. Μάρ. 22· ὁ κρ. τῶν λόγων Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 15. 2) κρ. χειρῶν, τὸ χειροκρότημα, εὐφημία, ἔπαινος, Ἀριστοφ. Βάτρ. 157· ἀπολ., Ξεν. Ἀν. 6. 1, 13, κτλ.· θόρυβον καὶ κρότον... ἐποιήσατε Δημ. 519. 10, πρβλ. 402. 8. β) εἰς σημεῖον ἀποδοκιμασίας, κρ. καὶ γέλως Πλάτ. Λάχ. 184Α· ἴδε κροτέω ΙΙ. 2. β.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bruit qu’on fait en frappant sur qch ; particul. :
1 κρότος δακτύλων ÉL bruit qu’on produit en faisant claquer les doigts;
2 κρότος χειρῶν AR, ou abs. κρότος bruit qu’on fait en battant des mains, applaudissement;
3 p. ext. bruit d’un discours, d’un chant.
Étymologie: κροτέω.
Greek Monolingual
ο (AM κρότος, Μ και κρότος, τὸ)
1. δυνατός και ξηρός ήχος μικρής διάρκειας που προέρχεται συνήθως από κρούση ή σύγκρουση (α. «μέ ξύπνησε ένας φοβερός κρότος» β. «ὀλολύγματα παννυχίοις ὑπὸ παρθένων ἰαχεῑ ποδῶν κρότοισιν», Ευρ.)
2. (γενικά) ο έντονος ήχος ή ο θόρυβος
νεοελλ.
1. (ακουστ.) ήχος πολύ σύντομης συνήθως διάρκειας, ο οποίος στερείται του χαρακτηριστικού του ύψους
2. μτφ. ζωηρή εντύπωση ή μεγάλη απήχηση ενός γεγονότος, πάταγος («τα τελευταία σκάνδαλα έκαναν κρότο διεθνώς»)
μσν.
1. ταραχή
2. φρ. «παίρνω τὸ κρότος» — καταλαμβάνομαι από φόβο
μσν.-αρχ.
χειροκρότημα, επιδοκιμασία («κρότος χειρών», Αριστοφ.)
αρχ.
1. (ειδ.) ξηρός ήχος που προκαλεί κανείς προκειμένου να συγκεντρώσει σμήνος μελισσών («δοκοῡσι δὲ χαίρειν αἱ μέλιτται καὶ τῷ κρότῳ», Αριστοτ.)
2. αποδοκιμασία («ἦν δὲ γέλως καὶ κρότος ὑπὸ τῶν ἐκ τῆς ὁλκάδος», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρότος είναι μεταρρηματ. παρ. του κροτῶ, το οποίο μαρτυρείται νωρίτερα και συχνότερα από το κρότος. Πρόκειται πιθ. για επιτατικό σχηματισμό, που ανάγεται ίσως σε krnt- και συνδέεται με τα σημασιολογικώς συγγενή βρομῶ, δουπῶ, καθώς και με αγγλοσαξ. hrindan, hrand, αρχ. νορβ. hrinda, hratt «χτυπώ».
ΠΑΡ. κρόταλο
νεοελλ.
κροτικός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κροτοθόρυβος. (Β' συνθετικό) άκροτος, δίκροτος, έκκροτος, μονόκροτος, πολύκροτος, τρίκροτος
αρχ.
αμφίκροτος, απόκροτος, δυσκροτος, επίκροτος, εύκροτος, ιππόκροτος, κατάκροτος, κωδωνόκροτος, λιγόκροτος, μετρόκροτος, νεόκροτος, περίκροτος, ποδίκροτος, ποσσίκροτος, υψίκροτος, φιλόκροτος, χαλκόκροτος
νεοελλ.
αλεξίκροτος].
Greek Monotonic
κρότος: -ου, ὁ, αυτός που χτυπά, ο ήχος που παράγεται από κρότο, κρ. ποδῶν, χτύπος των ποδιών στο χορό, σε Ευρ.· κρ. χειρῶν, χειροκρότημα, κτυπώ παλαμάκια, σε Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κρότος: ὁ1) шум, грохот, лязг (ἐνόπλιος Plut.); топот (ποδῶν Eur.);
2) звучание, звуки (λόγων Luc.);
3) (тж. κ. χειρῶν Arph.) хлопание, рукоплескания: κ. ἦν πολύς Xen. раздались громкие рукоплескания;
4) шум неодобрения, шиканье (κ. καὶ γέλως Plat.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρότος -ου, ὁ geklap, gedreun:; κ. ποδῶν het gestamp van voeten Eur. Hcld. 783; χειρῶν κ. het geklap van handen Aristoph. Ran. 157; abs. applaus:. κρότοι ἐπαίνους ἀποδιδόντες instemmend applaus Plat. Lg. 700c.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: beat of the feet, clapping of the hands, of rowers etc., noise, clapping, applause (Att. etc.).
Compounds: Often as 2. member, e.g. μονό-, δί-, τρί-κροτος with one, two, three rows of rowers (E., X., Plb.; Morrison Class. Quart. 41, 122 ff.), ἱππό-κροτος beaten by horses, sounding from the beat of horses (Pi., E.), ἀπό-κροτος beaten hard (Th., X.).
Derivatives: κροτέω, also with preflx, esp. συν-, in diverse meanings, rattle (make), beat, stamp (O 453, IA.) with κρότημα (S., E.), -ησμός (A. Th. 561, after ὀρχησμός? Chantraine Formation 141), -ησις ([Pl.] Ax., Ph. Bel.), -ητικός (Dosith.). - κρόταλα n. pl. clapper, castanets (h. Hom., Pi., Hdt.), sg. metaph. boaster (Ar., E.), with κροτάλια n. pl. (clappering) ear-rings (pap.), NGr. κροταλίας, -ίτης clappersnake? (Redard Les noms grecs en -της 83), κροταλίζω clapper (A 160, Hdt. usw.) with -ίστρια, -ιστρίς castanetteplayer (pap.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: On κρόταφος, -φίς s. v. As soundverb compare κροτέω with κομπέω, κοναβέω, δουπέω, βρομέω, partly denomin., partly intensive deverbatives (see s. vv. and Schwyzer 726 w. n. 5). The earlier and more often attestations of κροτέω compared with κρότος speak for the priority of the verb. - The only usable comparison gives a German. verb with inner (orig. only presential?) nasalising, OE hrindan, hrand, OWNo. hrinda, hratt push (IE *kre-n-t-? Pok. 621); the analysis rests only on the comparison with κροτ-, and must prob. be rejected. - Wrong connections in Bq s. v.