θίασος: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(1b)
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θίᾰσος:''' ὁ<b class="num">1)</b> торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха: θίασοι [[τρεῖς]] γυναικείων χορῶν Eur. три вакхических женских хоровода;<br /><b class="num">2)</b> группа, сонм, сборище (Μουσῶν Arph.; [[ἡλίκων]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> шумная толпа (Κενταυρικὸς καὶ [[Σατυρικός]] Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.): θ. [[εὔοπλος]] Eur. вооруженное до зубов полчище;<br /><b class="num">4)</b> празднество, пирушка Plut.
|elrutext='''θίᾰσος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха: θίασοι [[τρεῖς]] γυναικείων χορῶν Eur. три вакхических женских хоровода;<br /><b class="num">2)</b> группа, сонм, сборище (Μουσῶν Arph.; [[ἡλίκων]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> шумная толпа (Κενταυρικὸς καὶ [[Σατυρικός]] Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.): θ. [[εὔοπλος]] Eur. вооруженное до зубов полчище;<br /><b class="num">4)</b> празднество, пирушка Plut.
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">Bacchic revel, rout; company</b> (ion. att.).<br />Derivatives: <b class="b3">θιασώτης</b> <b class="b2">participant of a θ.</b> (IA), f. <b class="b3">-ῶτις</b> (Opp.), with <b class="b3">-ωτικός</b>; also <b class="b3">θιασίτης</b> <b class="b2">id.</b> (Ion. hell. inscr.; like <b class="b3">τεχνίτης</b>, <b class="b3">ὁπλίτης</b> a. o., Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 2) with <b class="b3">-ιτικός</b>; <b class="b3">θιασώδης</b> <b class="b2">θ.-like, belonging to a θ.</b> (Nonn.); <b class="b3">θιασῶνες οἶκοι</b>, <b class="b3">ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι</b> H. Denomin. verbs: 1. <b class="b3">θιασεύω</b> <b class="b2">introduce in a θ., participate in a θ.</b> (E., Str.) with <b class="b3">θιασεία</b> (Procl.); 2. backformation <b class="b3">θιάζω</b> in <b class="b3">ἐξεθίαζε χορείας ἐπετέλει</b>; <b class="b3">ἐπεθίαζεν ἐχόρευεν</b>, aor. <b class="b3">θιάσαι χορεῦσαι</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formed like <b class="b3">θύρσος</b> a. o. (Schwyzer 516), as expression of the Dionysiac religion suspect of foreign (Thracian-Phrygian?) origin (Debrunner Eberts Reallex. 4 : 2, 526 w.n.); originally no doubt Anatolian = Pre-Greek? Other unsuccesful interpretations from Indo-European in Bq.
|etymtx=Grammatical information: m.<br />Meaning: <b class="b2">Bacchic revel, rout; company</b> (ion. att.).<br />Derivatives: <b class="b3">θιασώτης</b> <b class="b2">participant of a θ.</b> (IA), f. <b class="b3">-ῶτις</b> (Opp.), with <b class="b3">-ωτικός</b>; also <b class="b3">θιασίτης</b> <b class="b2">id.</b> (Ion. hell. inscr.; like <b class="b3">τεχνίτης</b>, <b class="b3">ὁπλίτης</b> a. o., Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 2) with <b class="b3">-ιτικός</b>; <b class="b3">θιασώδης</b> <b class="b2">θ.-like, belonging to a θ.</b> (Nonn.); <b class="b3">θιασῶνες οἶκοι</b>, <b class="b3">ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι</b> H. Denomin. verbs: 1. <b class="b3">θιασεύω</b> <b class="b2">introduce in a θ., participate in a θ.</b> (E., Str.) with <b class="b3">θιασεία</b> (Procl.); 2. backformation <b class="b3">θιάζω</b> in <b class="b3">ἐξεθίαζε χορείας ἐπετέλει</b>; <b class="b3">ἐπεθίαζεν ἐχόρευεν</b>, aor. <b class="b3">θιάσαι χορεῦσαι</b> H.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Formed like <b class="b3">θύρσος</b> a. o. (Schwyzer 516), as expression of the Dionysiac religion suspect of foreign (Thracian-Phrygian?) origin (Debrunner Eberts Reallex. 4 : 2, 526 w.n.); originally no doubt Anatolian = Pre-Greek? Other unsuccesful interpretations from Indo-European in Bq.
}}
}}

Revision as of 20:10, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσος Medium diacritics: θίασος Low diacritics: θίασος Capitals: ΘΙΑΣΟΣ
Transliteration A: thíasos Transliteration B: thiasos Transliteration C: thiasos Beta Code: qi/asos

English (LSJ)

(proparox.), ὁ,

   A Bacchic revel, rout, Hdt.4.79, E.Ba. 680, Ar.Ra.156, etc.; θ. ἄγειν E.Ba.115 (lyr.); τοὺς . . θ. ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λεύκῃ D.18.260, cf. Ath. 5.185c, 8.362e.    2 religious guild, confraternity, IG2.986,1663,22.1177, SIG1044.45 (Halic.), etc.    II generally, company, troop, used by Trag. in lyr., Κενταύρων E.IA1059; ἡλίκων Id.IT1146; Μουσῶν Ar.Th.41; ἐνόπλιος θ., of warriors, E.Ph.796; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Pl.Plt.303d; τοῦ σοῦ θ. of your company, X.Mem.2.1.31; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θ. Plu.Ant.24.    III feast, banquet, Id.2.301f, Cleom.34.

German (Pape)

[Seite 1211] ὁ (vielleicht von θεῖος, θειάζω), eine Versammlung, die einer Gottheit zu Ehren Opfer, Chöre, Aufzüge u. dgl. anstellt; bes. vom bacchischen Vereine, τὸ Βακχικὸν πλῆθος, ὁ τῷ Διονύσῳ παρεπόμενος ὄχλος, Ath. VII, 362 e; Eur. Bacch. 679 ὁρῶ δὲ θιάσους τρεῖς γυναικείων χορῶν, u. so oft in diesem Stücke; Dem. 18, 260 τοὺς καλοὺς θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν, nachher der bacchische Aufzug beschrieben. Auch Ἡρακλέους θίασοι, Is. 9, 30; Μουσῶν, Ar. Th. 41; ἀνδρῶν, γυναικῶν, Ran. 156; übh. Versammlung, Schaar, Eur. ἔνοπλος, Phoen. 803; ἱπποβότας Κενταύρων I. A. 1059; ἡλίκων I. T. 1146; Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat. Pol. 303 c, der Schwarm der Kentauren u. der Satyrn; Xen. Mem. 2, 1, 31. Nach Suid. brauchte es Ion ἐπὶ παντὸς ἀθροίσματος. – Auch der Schmaus selbst, Ath. a. a. O.; vgl. noch Plut. qu. graec. 44.

Greek (Liddell-Scott)

θίᾰσος: ὁ, (ἐνίοτε ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― ὅμιλος, συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: ἐνίοτε φαίνεται ὅτι ὁ θίασος ἦτο ὡς εἶδος θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) καθόλου, μερίς, ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· εὔοπλος θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ συμπόσιον τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ σημασία τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, θυιάς· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. φυτεύω φιτεύω, δρῦς δρία, ὑπερφαὴς ὑπερφίαλος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. thiase :
1 troupe de gens célébrant un sacrifice en l’honneur d’un dieu (particul. Bacchus) et parcourant les rues en dansant, chantant et criant;
2 p. ext. troupe bruyante, troupe : τοῦ σοῦ θιάσου XÉN de ta compagnie;
II. la fête elle-même (danse, festin, etc.).
Étymologie: DELG pê thraco-phrygien ou crétois.

Greek Monolingual

ο (Α θίασος)
νεοελλ.
όμιλος συνεργαζόμενων ηθοποιών ενός θεάτρου, το σύνολο τών ηθοποιών που παρουσιάζουν ένα θεατρικό έργο
αρχ.
1. όμιλος ανθρώπων που περιέρχονται τους δρόμους με άσματα και χορούς και τελούν θρησκευτικές τελετές, θυσίες και πομπές, ιδίως προς τιμήν του Βάκχου
2. επιγρ. θρησκευτικό σωματείο, όμιλος, αδελφότητα
3. ομάδα ανθρώπων, πλήθος, συντροφιά
4. εταιρεία («τοῡ σοῡ θιάσου», Ξεν.)
5. διασκέδαση με παρέα, γιορτή, πανήγυρη, συμπόσιο
6. φρ. «ἐνόπλιος θίασος» — ομάδα πολεμιστών, Ευρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Επειδή όμως η λ. είχε σχέση με τη διονυσιακή λατρεία και εμφανίζει την ίδια κατάλ. -σος με τη λ. θύρ-σος, που ήταν ραβδί τυλιγμένο με φύλλα κισσού, ως έμβλημα του Διονύσου, υπετέθη ότι αποτελεί δάνειο, πιθ. θρακο-φρυγικής προελεύσεως.
ΠΑΡ. θιασώτης
αρχ.
θιασεύω, θιασίτης, θιασώδης, θιασώνες.
ΣΥΝΘ. θιασάρχης.

Greek Monotonic

θίᾰσος: ὁ,
1. εύθυμη ομάδα ή κομπανία που περιδιαβαίνει τους δρόμους τραγουδώντας και χορεύοντας, ιδίως προς τιμή του θεού Βακχού, συντροφιά γλεντζέδων, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.
2. γενικά, κάθε ομάδα ανθρώπων, συντροφιά, πλήθος, σε Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θίᾰσος:
1) торжественное шествие в честь божества, преимущ. Вакха: θίασοι τρεῖς γυναικείων χορῶν Eur. три вакхических женских хоровода;
2) группа, сонм, сборище (Μουσῶν Arph.; ἡλίκων Eur.);
3) шумная толпа (Κενταυρικὸς καὶ Σατυρικός Plat.; Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων Plut.): θ. εὔοπλος Eur. вооруженное до зубов полчище;
4) празднество, пирушка Plut.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: Bacchic revel, rout; company (ion. att.).
Derivatives: θιασώτης participant of a θ. (IA), f. -ῶτις (Opp.), with -ωτικός; also θιασίτης id. (Ion. hell. inscr.; like τεχνίτης, ὁπλίτης a. o., Fraenkel Nom. ag. 2, 128 n. 2) with -ιτικός; θιασώδης θ.-like, belonging to a θ. (Nonn.); θιασῶνες οἶκοι, ἐν οἷς συνιόντες δειπνοῦσιν οἱ θίασοι H. Denomin. verbs: 1. θιασεύω introduce in a θ., participate in a θ. (E., Str.) with θιασεία (Procl.); 2. backformation θιάζω in ἐξεθίαζε χορείας ἐπετέλει; ἐπεθίαζεν ἐχόρευεν, aor. θιάσαι χορεῦσαι H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Formed like θύρσος a. o. (Schwyzer 516), as expression of the Dionysiac religion suspect of foreign (Thracian-Phrygian?) origin (Debrunner Eberts Reallex. 4 : 2, 526 w.n.); originally no doubt Anatolian = Pre-Greek? Other unsuccesful interpretations from Indo-European in Bq.