σφηκίσκος: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(nl) |
m (Text replacement - "''' ὁ<b class="num">1)" to "''' ὁ<br /><b class="num">1)") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σφηκίσκος:''' ὁ<b class="num">1)</b> остроконечный кол Arph.;<br /><b class="num">2)</b> брус, стропило Polyb. | |elrutext='''σφηκίσκος:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> остроконечный кол Arph.;<br /><b class="num">2)</b> брус, стропило Polyb. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σφηκίσκος -ου, ὁ [σφήξ] puntige paal (als de angel van een wesp). | |elnltext=σφηκίσκος -ου, ὁ [σφήξ] puntige paal (als de angel van een wesp). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:41, 4 January 2019
English (LSJ)
ὁ,
A piece of wood pointed like a wasp's tail, pointed stick or stake, Ar.Pl.301. II roof-timber, rafter, IG12.372.81, 22.1668.53, Plb.5.89.6. III lintel, IG12.313.108, Arist.Ath.65.2. IV v.l. for σφηνίσκος 111 (q.v.).
Greek (Liddell-Scott)
σφηκίσκος: ὁ, ξύλον μακρὸν ἀπολῆγον εἰς ὀξὺ ὡς ἡ οὐρὰ τοῦ σφηκός, ἀλλαχοῦ σκόλοψ, Ἀριστοφ. Πλ. 301. ΙΙ. ἐν τῇ ἐπιγραφῇ τῇ ἐκ τοῦ ναοῦ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς (Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 81), σφηκίσκοι μνημονεύονται μετὰ τῶν ἱμάντων ὡς ξύλα τῆς ὀροφῆς· οὕτω σφηκίσκοι καὶ στρωτῆρες μνημονεύονται ὁμοῦ παρὰ Πολυβ. 5. 89, 6. Ὁ Βöckh. ἔνθ’ ἀνωτ. σ. 281 πιστεύει ὅτι σφηκίσκοι εἶναι τὰ μικρὰ ξύλα ἢ δοκοί, ἐφ’ ὧν ἐπιτίθενται οἱ ἱμάντες καὶ στρωτῆρες· πρβλ. σφηκίας, σφὴξ ΙΙ. ΙΙΙ. ἐν Ἀριστ. Ἀποσπ. 430, σφηκίσκος φαίνεται ὅτι εἶναι λίθος προεξέχων ὑπεράνω τῆς αὐλείου θύρας τοῦ δικαστηρίου, ἔχων δὲ ἴδιον χρωματισμὸν ὅπως οὕτω διακρίνηται ἕκαστον δικαστήριον, ἴδε Βöckh. αὐτόθι σ. 341.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
morceau de bois pointu, pieu.
Étymologie: σφήξ.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μακρύ ξύλο που χρησιμοποιείται στην οικοδομική ως υποστήριγμα
νεοελλ.
ναυτ. κατεργασμένο και στρογγυλεμένο μακρύ ξύλο, το οποίο, ανάλογα με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δοκός, στύλος, κεραία ιστού, ιστός λέμβου
αρχ.
1. μακρύ ξύλο με μυτερό άκρο, όπως η ουρά της σφήκας («εἰκῆ δὲ καταδαρθέντα που, μέγαν λαβόντες ἡμμένον σφηκίσκον ἐκτυφλῶσαι», Αριστοφ.)
2. λίθος που προεξείχε πάνω από τη θύρα της αυλής τών δικαστηρίων και είχε σε κάθε δικαστήριο ιδιαίτερο χρωματισμό για διάκριση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήξ, -ηκός + επίθημα -ίσκος (πρβλ. ὀβελ-ίσκος)].
Greek Monotonic
σφηκίσκος: ὁ (σφήξ), αιχμηρό κομμάτι ξύλου που μοιάζει με κεντρί σφήκας, αιχμηρός πάσσαλος ή κοντάρι, ξύλο οικοδομής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
σφηκίσκος: ὁ
1) остроконечный кол Arph.;
2) брус, стропило Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σφηκίσκος -ου, ὁ [σφήξ] puntige paal (als de angel van een wesp).