ὑπεράνω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(4b)
(1b)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπεράνω:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно высоко (οἰκεῖν Luc.): ὑ. γίγνεσθαί τινος Plut. овладевать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> чрезмерно, преувеличенно: οἱ ὑ. πλεονασμοί Polyb. неумеренные преувеличения или повторения.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. выше (τινός Arst., NT): ποιεῖσθαι или ποιεῖν τι ὑ. τινός Plut. ставить что-л. выше чего-л.
|elrutext='''ὑπεράνω:''' <b class="num">I</b> (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> чрезвычайно высоко (οἰκεῖν Luc.): ὑ. γίγνεσθαί τινος Plut. овладевать чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> чрезмерно, преувеличенно: οἱ ὑ. πλεονασμοί Polyb. неумеренные преувеличения или повторения.<br /><b class="num">II</b> praep. [[cum]] gen. выше (τινός Arst., NT): ποιεῖσθαι или ποιεῖν τι ὑ. τινός Plut. ставить что-л. выше чего-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[over]], [[above]], Luc.
}}
}}

Revision as of 11:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεράνω Medium diacritics: ὑπεράνω Low diacritics: υπεράνω Capitals: ΥΠΕΡΑΝΩ
Transliteration A: hyperánō Transliteration B: hyperanō Transliteration C: yperano Beta Code: u(pera/nw

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A above, opp. ὑποκάτω, SIG588.31 (Milet., ii B. C.); οἰκεῖν Luc.DDeor.4.2, etc.; above the horizon, Euc.Phaen.p.8 M.: mostly c. gen., ὑ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλέψ] Arist.HA 513b32, cf. PSI6.631.6 (iii B. C.), LXX Ez.43.15, al.; ὑ. γίγνεσθαί τινος to get the upper hand of, Telesp.44 H., Plu.2.10b, Phld.Mort.34; ὑ. τεθεῖσθαι πάντων Id.Piet.102; ποιεῖν or ποιεῖσθαί τινα or τι ὑ. τινός, Plu.2.98e, 6b; πάντων ὑ. ποιεῖν act more nobly than all others, D.L. 7.128.    2 οἱ ὑ. πλεονασμοί excessive repetitions, Plb.12.24.1; but μίαν ὑ. ποιότητα one supreme quality, Meno Iatr.14.18.    3 of time, further back, ἐκ τῶν ὑ. χρόνων SIG742.58 (Ephesus, i B. C.).    4 above, in a document, [ψηφίσματα] ὑ. γεγραμμένα ib.591.2 (Lampsacus, ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1191] oben darüber; ὑπεράνω γίγνεσθαι, die Oberhand gewinnen, Sp., wie Luc. Demon. 3 u. S. Emp.; οἱ ὑπεράνω πλεονασμοί, übertrieben, Pol. 12, 24, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεράνω: [ᾱ], Ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ὁ οἰκεῖν ὑπεράνω λεγόμενος Λουκ. Θεῶν Διάλ. 4. 2, κλπ.· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μετὰ γεν., ὑπ. τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται [ἡ φλὲψ] Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 3, 17· ἄνεισι... τὸ ἔλαιον ὑπ. τοῦ ὕδατος ὁ αὐτ. περὶ Φυτ. 2. 2, 10· γίγνεσθαί τινος, νικᾶν τι, τῆς ὀργῆς ὑπεράνω γίγνεσθαι Τέλης παρὰ Στοβ. 524. 51, Πλούτ. 2. 10Β· ποιεῖν ἢ ποιεῖσθαί τινα ὑπ. τινὸς αὐτόθι 98Ε, 6C· εἰ γὰρ (φησὶν) αὐτάρκης ἐστὶν ἡ μεγαλοψυχία πρὸς τὸ πάντων ὑπεράνω ποιεῖν Διογ. Λ. 7. 128. 2) οἱ ὑπ. πλεονασμοί, ὑπερβολικαὶ ἐπαναλήψεις, Πολύβ. 12. 24, 1.

French (Bailly abrégé)

adv.
tout à fait au-dessus : ὑπεράνω γίγνεσθαι PLUT l’emporter sur, triompher de, gén. ; ποιεῖν ou ποιεῖσθαί τινα ὑπεράνω τινός PLUT mettre une personne fort au-dessus d’une autre.
Étymologie: ὑπέρ, ἄνω².

English (Strong)

from ὑπέρ and ἄνω; above upward, i.e. greatly higher (in place or rank): far above, over.

English (Thayer)

(ὑπέρ and ἄνω), adverb, above: τίνος (cf. Winer's Grammar, § 54,6), above a thing — of place, Sept.; (Aristotle), Polybius, Josephus, Plutarch, Lucian, Aelian, others (Winer s Grammar, § 50,7 Note 1; Buttmann, § 146,4).)

Greek Monolingual

ὑπεράνω ΝΜΑ
επίρρ.
1. (με γεν.) πάνω από κάτι, υψηλότερα από κάτι (α. «υπεράνω της στέγης του ναού» β. «ὑπεράνω τούτων [τῶν μορίων] σχίζεται ἡ φλέψ», Αριστοτ.)
2. μτφ. παραπάνω, σε μεγαλύτερη υπόληψη (α. «έθεσε την αξιοπρέπειά του υπεράνω του συμφέροντός του» β. «ποιεῑν τι ἤ τινα ὑπεράνω τινός»)
αρχ.
1. μτφ. παλαιότερα, πολύ παλιά («ἐκ τῶν ὑπεράνω χρόνων», επιγρ.)
2. (σχετικά με κείμενο) ανωτέρω, παραπάνω («ψηφίσματα ὑπεράνω γεγραμμένα», επιγρ.)
3. φρ. α) «ὑπεράνω γίγνομαί τινος» — αποκτώ πλεονεκτική θέση, υπερτερώ, υπερνικώ (Τελ.)
β) «oἱ ὑπεράνω πλεονασμοί» — υπερβολικές, πάρα πολλές επαναλήψεις (Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄνω].

Greek Monotonic

ὑπεράνω: [ᾰ], επίρρ., επάνω από, πάνω από, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεράνω: I (ᾰ) adv.
1) чрезвычайно высоко (οἰκεῖν Luc.): ὑ. γίγνεσθαί τινος Plut. овладевать чем-л.;
2) чрезмерно, преувеличенно: οἱ ὑ. πλεονασμοί Polyb. неумеренные преувеличения или повторения.
II praep. cum gen. выше (τινός Arst., NT): ποιεῖσθαι или ποιεῖν τι ὑ. τινός Plut. ставить что-л. выше чего-л.

Middle Liddell

over, above, Luc.