ἀνοπαῖα: Difference between revisions

From LSJ

νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)

Source
(3)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀνοπαῖα:''' επίρρ. [[είτε]] (από το <i>ἀν- στερητικό</i> και <i>*ὄπτομαι</i>), πέταξε [[μακριά]] αόρατη· [[είτε]] = [[ἄνω]], [[ψηλά]] στον αέρα· ή <i>ἀν' ὀπαῖα</i> (= <i>ἀνὰ ὀπήν</i>), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν [[ἀνόπαια]], <i>ἡ</i>, είδος αετού.
|lsmtext='''ἀνοπαῖα:''' επίρρ. [[είτε]] (από το <i>ἀν- στερητικό</i> και <i>*ὄπτομαι</i>), πέταξε [[μακριά]] αόρατη· [[είτε]] = [[ἄνω]], [[ψηλά]] στον αέρα· ή <i>ἀν' ὀπαῖα</i> (= <i>ἀνὰ ὀπήν</i>), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν [[ἀνόπαια]], <i>ἡ</i>, είδος αετού.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[either]] from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew [[away]] [[unseen]]; or = ἄνω, up [[into]] the air; or ἀν' ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the [[smoke]]-[[vent]], Od.:—others [[write]] [[ἀνόπαια]], ἡ, a [[kind]] of [[eagle]].
}}
}}

Revision as of 16:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνοπαῖα Medium diacritics: ἀνοπαῖα Low diacritics: ανοπαία Capitals: ΑΝΟΠΑΙΑ
Transliteration A: anopaîa Transliteration B: anopaia Transliteration C: anopaia Beta Code: a)nopai=a

English (LSJ)

only in Od.1.320 ὄρνις δ' ὣς ἀνοπαῖα διέπτατο, where it is variously written and explained:    1 acc. to Hdn.Gr.2.133, it is an Adv. (compd. of ἀνά, Οπτομαι), she flew away unseen, unnoticed; or, acc. to Eust., = ἄνω, ἀνωφερές, up into the air, cf. καρπαλίμως ἀνόπαιον Emp.51, and Ἀνόπαια, the name of the pass above Thermopylae (Hdt.7.216).    2 acc. to Aristarch., ἀνόπαια or πανόπαια, a kind of eagle, cf. Hebr. ᾰνᾱπηᾱ 'heron'.    3 acc. to Gramm. in An.Ox.1.83, ἀν' ὀπαῖα ( ἀνὰ ὀπήν) up by the hoie in the roof, up the smoke-vent.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνοπαῖα: μόνον ἐν Ὀδ. Α. 320· ὄρνις δ’ ὥς ἀνοπαῖα διέπτατο, ἔνθα διαφόρως γράφεται καὶ ἑρμηνεύεται. 1) κατὰ τὸν Ἡρωδιαν. παρ’ Εὐστ. εἶναι ἐπίρρ. (σύνθετον ἐκ τῆς ἀνὰ καὶ *ὄπτομαι) ἀπέπτη ἀπαρατήρητος, ἀόρατος· ἢ κατὰ τὸν Εὐστ., ἄνω, ἀνωφερές, ἐπάνω εἰς τὸν ἀέρα, πρὸς τὸν οὐρανόν, ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ἐμπεδ. μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, καρπαλίως ἀνόπαιον· πρβλ. Ἀνόπαια, ὄνομα τῆς διόδου τῆς ὑπεράνω τῶν Θερμοπυλῶν (Ἡρόδ. 7. 216). 2) κατὰ τὸν Ἀρίσταρχ., ἀνόπαια ἢ πανόπαια, εἶδος ἀετοῦ, πρβλ. Ὀδ. Γ. 371. 3) κατὰ τοὺς γραμμ. ἐν τοῖς Ὀξ. Ἀνεκδ. 1. 83, ἀν’ ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπὴν) ἄνω διὰ τῆς ὀπῆς τῆς στέγης (ὅθεν ὁ καπνὸς ἐξήρχετο), «ὀπή, ὀπαία καὶ ἀνόπαια ἡ καπνοδόχη· οὕτως Ἀριστοφάνης».

French (Bailly abrégé)

adv.
à perte de vue.
Étymologie: ἀνά, R. Ὀπ, cf. ὄψομαι.

Spanish (DGE)

• DMic.: a-no-qa-si-ja.

Greek Monolingual

ἀνόπαια επίρρ. (Α)
προς τα επάνω, προς τον ουρανό, ψηλά στον αέρα (δίνονται όμως και άλλες ερμηνείες).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. απαντά άπαξ στον Όμηρο. Προβληματικός τύπος, που είχε ήδη απασχολήσει τους αρχαίους γραμματικούς. Ο Ηρωδιανός γράφει ανοπαία και αποδίδει στη λ. τη σημασία «αόρατα» (επίρρημα συνθ. < ανα + όπτομαι, οπτός), η οποία όμως θεωρείται ότι προέκυψε από παρετυμολογία. Ασαφής φαίνεται επίσης η ερμηνεία του Ευσταθίου «στον αέρα» και η σύνδεση με τα τοπ. «άνω, ανωφερές». Κατά τον Αρίσταρχο ανόπαια ή πανόπαια «είδος αετού» (πρβλ. εβραϊκό ănāphā «ερωδιός». Επικρατέστερη θεωρείται η άποψη του Worner, που θεωρεί τη λ. ως σύνθετο εκ συναρπαγής ανόπαια (< ἀνὰ τῇ ὀπῇ) «ψηλά μέσα απ' την καμινάδα», συνδέοντας το με το επίθ. της φωτιάς ανόπαιος (Εμπεδοκλής), ερμηνεία που συμφωνεί με εκείνη άγνωστου αρχαίου γραμματικού κατά την οποία ανόπαια < αν'οπαία (ανά οπήν). Τέλος, εξαιτίας του τελικού (κατάλ. πληθ. ουδ.) ο τ. χαρακτηρίζεται ως επίρρημα και όχι ως επίθετο θηλ. γένους].

Greek Monotonic

ἀνοπαῖα: επίρρ. είτε (από το ἀν- στερητικό και *ὄπτομαι), πέταξε μακριά αόρατη· είτε = ἄνω, ψηλά στον αέρα· ή ἀν' ὀπαῖα (= ἀνὰ ὀπήν), πάνω μέσω της τρύπας της στέγης, σε Ομήρ. Οδ.· άλλοι γράφουν ἀνόπαια, , είδος αετού.

Middle Liddell


either from ἀν-priv., * ὄπτομαι she flew away unseen; or = ἄνω, up into the air; or ἀν' ὀπαῖα ( = ἀνὰ ὀπήν) up by the smoke-vent, Od.:—others write ἀνόπαια, ἡ, a kind of eagle.