ἀτύχημα: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀτύχημα:''' ατος (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> неудача, провал, несчастье Isae., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (невольная) ошибка Arst.;<br /><b class="num">3)</b> преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).
|elrutext='''ἀτύχημα:''' ατος (ῠ) τό<br /><b class="num">1)</b> неудача, провал, несчастье Isae., Dem., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> (невольная) ошибка Arst.;<br /><b class="num">3)</b> преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀτυχέω]]<br />a [[misfortune]], [[mishap]], Oratt.
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτῠχημα Medium diacritics: ἀτύχημα Low diacritics: ατύχημα Capitals: ΑΤΥΧΗΜΑ
Transliteration A: atýchēma Transliteration B: atychēma Transliteration C: atychima Beta Code: a)tu/xhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A misfortune, miscarriage, Antipho 3.4.5 (v.l.), Timocl.6.18.    2 fault of ignorance, mistake, D.23.70; opp. ἀδίκημα, ἁμάρτημα, Gorg.11, Arist.Rh.1374b6, EN1135b12: euphem., crime, ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20, cf.Plb.12.14.2.

German (Pape)

[Seite 390] τό, das Unglück, bes. das Mißlingen einer Sache, von Thuc. an öfter bei den Rednern u. Plut. Nach Arist. Eth. 5, 8 ὅταν παραλόγως ἡ βλάβη γένηται, im Ggstz des verschuldeten Unglücks, ἁμάρτημα, u. von ἀδίκημα, rhet. 1, 13. Doch Pol. 12, 4 ist es Uebelthat; vgl. 5, 67; auch Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτύχημα: τό, δυστύχημα, ἀποτυχία, σφάλμα, δυσάρεστον συμβὰν Ἀντιφῶν 125. 29, Ἰσαῖος 81. 42, Τιμοκλῆς ἐν «Διονυσιαζούσαις» 1. 18, Δημ. 643. 10, κτλ. 2) σφάλμα ἐξ ἀγνοίας, λάθος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀδίκημα καὶ ἁμάρτημα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 16. Ἠθ. Ν. 5. 8, 7· κατ’ εὐφημισμόν, ἔγκλημα, κακούργημα, Πολύβ. 12. 14, 2, πρβλ. αὐτόθι 13. 5.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 infortune, insuccès, échec;
2 faute involontaire, méprise;
ἀτυχέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Prosodia: [-ῠ-]
1 desventura, infortunio περισσότερα ἀτυχήματα Antipho 3.4.5, τὰ μείζονα ... πέπονθε τις ἀτυχήματα Timocl.6.18, τὸ πρᾶγμ' ἀτύχημα συμβέβηκεν D.22.17, τῶν δὲ ἀτυχημάτων ἁπάντων Δημοσθένην (αἴτιον γεγενημένον) Aeschin.3.57, ἐπάγομαι μέγ' ἀτύχημα Men.Sam.218, τὸ ... ἀτύχημα τῇ πόλει συμβάν D.Chr.34.7, ἐν ἀτυχήμασιν εὐτυχεῖν Ach.Tat.1.8.8, cf. Plb.12.14.2, Eun.VS 461
ref. a una pers. calamidad ἐν δὲ ταῖς ἐνεργείας ταπεινοί ... ὅλοι ἀτυχήματα y en las acciones somos abyectos ... completas calamidades Arr.Epict.2.16.18, tb. ref. a animales, Arr.Epict.1.3.7, 9.
2 falta involuntaria, error fortuito op. ἁμάρτημα Gorg.B 11.19, Arist.EN 1135b17, ἔστιν ἀτυχήματα ... ὅσα παράλογα καὶ μὴ ἀπὸ μοχθηρίας Arist.Rh.1374b6, cf. Plu.2.468a
euf. delito ἀ. πρὸς τὸ δημόσιον Is.10.20.

Greek Monolingual

το (AM ἀτύχημα) ατυχής
δυστύχημα, δυσάρεστο γεγονός
αρχ.
1. σφάλμα ή παράπτωμα που έγινε από άγνοια, σε αντίθεση με το αδίκημα
2. σωματικό ελάττωμα
3. (ευφημιστικά) έγκλημα.

Greek Monotonic

ἀτύχημα: -ατος, τό, ατυχία, ατύχημα, αναποδιά, σε Ρήτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτύχημα: ατος (ῠ) τό
1) неудача, провал, несчастье Isae., Dem., Plut.;
2) (невольная) ошибка Arst.;
3) преступление, злодеяние (περί τινα Polyb.).

Middle Liddell

ἀτυχέω
a misfortune, mishap, Oratt.