ἀτενίζω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαιshow the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away

Source
(1b)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀτενίζω:''' напряженно смотреть, пристально глядеть (εἴς τινα и εἴς τι Arst., Polyb., Sext., πρός τι Arst., Luc. и τινί Plut.): ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arst. обращать все свое внимание на что-л.
|elrutext='''ἀτενίζω:''' напряженно смотреть, пристально глядеть (εἴς τινα и εἴς τι Arst., Polyb., Sext., πρός τι Arst., Luc. и τινί Plut.): ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arst. обращать все свое внимание на что-л.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀτενής]]<br />to [[look]] [[intently]], [[gaze]] [[earnestly]], εἴς τι Arist.; τινί [[upon]] one, NTest.
}}
}}

Revision as of 20:10, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτενίζω Medium diacritics: ἀτενίζω Low diacritics: ατενίζω Capitals: ΑΤΕΝΙΖΩ
Transliteration A: atenízō Transliteration B: atenizō Transliteration C: atenizo Beta Code: a)teni/zw

English (LSJ)

   A look intently, gaze earnestly, τοῖς ὄμμασιν stare, Hp.Epid.7.10; εἴς τι Arist.Mete.343b12; πρός τι Id.Pr.959a24; of the eyes, ἀτενίζοντες αὐτῷ Ev.Luc.4.20, cf. Act.Ap.23.1, Placit.1.7; εἴς τι Plb.6.11.12, J. BJ5.12.3, S.E.P.1.75, etc.; εἴς τινα Act.Ap.6.15; εἰς τὸν θεόν Them. Or.4.51b; πρὸς τὸ ἐκείνου πρόσωπον Luc.Merc.Cond.11: abs., also of the eyes, Arist.Pr.957b18:—Pass., to be gazed upon, APl.4.204 (Praxit.).    II metaph. of the mind, ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arist. Ph.192a15; εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.p.96 W.; to be obstinate, Lync. ap. Ath.7.313f.

German (Pape)

[Seite 385] mit unverwandtem Blick hinsehen, εἴς τι Pol. 6, 11; Luc. Cont. 16; τινί N. T.; scharfsichtig sein, περὶ τῶν πολιτικῶν Pol. 24, 5. – Med., ebenso, aufmerksam betrachten, Simonid. 84 (Plan. 204).

Greek (Liddell-Scott)

ἀτενίζω: μέλλ. -ίσω, βλέπω ἀτενῶς, ἔχω τοὺς ὀφθαλμοὺς προσηλωμένους εἴς τι, παρατηρῶ τι ἀσκαρδαμυκτεί, εἴς τι Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 6, 12· πρός τι ὁ αὐτ. Προβλ. 39, 19, 1· ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, ἀτενίζοντες αὐτῷ Εὐαγγ. κ. Λουκ. 4. 20· ἀπολ. ὡσαύτως ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἀριστ. Προβλ. 31. 4: - Παθ. θεωροῦμαι, βλέπομαι, παρατηροῦμαι ἀτενῶς, Σιμων. (;) 188. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, ἀτ. τὴν διάνοιαν πρός τι Ἀριστ. Φυσ. 1. 9, 3.· εἶμαι ἐπίμονος, ἰσχυρογνώμων, Ἀθήν. 313F.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et ao.
être tendu fortement ; avoir les yeux tendus ou fixés sur, dat. ou εἰς ou πρός et l’acc..
Étymologie: ἀτενής.

Spanish (DGE)

I intr.
1 c. suj. de pers. ref. a los ojos mirar fijamente ἀτενίσας τοῖς ὄμμασιν Hp.Epid.7.10
c. ac. de dir. mirar, contemplar atentamente, fijarse εἰς αὐτόν en un cuerpo celeste, Arist.Mete.343b12, cf. Plb.6.11.12, BGU 1816.25 (I a.C.), LXX 3Ma.2.26, S.E.P.1.75, Act.Ap.1.10, 7.55, Hld.7.27.3, 10.13.3, Them.Or.4.51b, Aristaenet.2.5.5
πρὸς μὲν τὰ ἄλλα Arist.Pr.959a24, cf. Plb.12.25f.2, 38.5.8, Aesop.117.2, Luc.Merc.Cond.11
c. dat. αὐτῷ Eu.Luc.4.20, 22.56, cf. Placit.1.7.4, PMag.4.556, 711
abs. ὁ ἕτερος (ὀφθαλμός) ἀτενίζει μᾶλλον el otro ojo se fija más Arist.Pr.957b18, τῷ γὰρ ἀτενίσαντι ἐν αἰθρίῳ καὶ ἀσελήνῳ νυκτί en observaciones astronómicas, Hipparch.1.6.14, τὰς ἀτενιζούσας ... κόρας las pupilas que miran fijamente Posidipp.Epigr.20.8.
2 fig. y ref. a la mente contemplar, atender εἰς τὸ ἔμπροσθεν τοῦ βίου Antip.Stoic.3.256, εἰς τὸ πράγμα M.Ant.8.5, εἰς τὴν προαίρεσιν ἀτενίζοντα πράττειν Phld.Ir.48.29
atender a, procurar que ἵνα συμποιῶσιν LXX 1Es.6.27
c. περί y gen. tener buen juicio περὶ πολιτικῶν πραγμάτων Plb.23.5.8
abs. ἀτενίσας ἰδέ Plot.1.6.9.24.
3 ser tenaz u obstinado τοὺς ἀτενίζοντας καὶ μὴ συγκαθίεντας τῇ τιμῇ a los tenaces y que no quieren bajar el precio Lync. en Ath.313f.
II tr.
1 fijar, dirigir πρὸς τὸ κακοποιὸν ... τὴν διάνοιαν Arist.Ph.192a15.
2 en v. pas. ser contemplado, AP 16.204 (Ps.Simon.).

English (Strong)

from a compound of Α (as a particle of union) and teino (to stretch); to gaze intently: behold earnestly (stedfastly), fasten (eyes), look (earnestly, stedfastly, up stedfastly), set eyes.

English (Thayer)

1st aorist ἠτενισα; (from ἀτενής stretched, intent, and this from τείνω and ἆ intensive; (yet cf. Winer s Grammar, § 16,4; Buttmann, a. at the end, and under the word Alfa Α, ἆ, 3)); to fix the eyes on, gaze upon: with the dative of person, εἰς with an accusative of person, Clement of Rome, 1 Corinthians 9,2 [ET]; εἰς τί, εἰς τί, to look into anything, Aristotle), Polybius 6,11, 5 (i. e. 6,11a, 12Dindorf); Diodorus 3,39 (Dindorf ἐνατενίζω); Josephus, b. j. 5,12, 3; Lucian, cont. 16, others.)

Greek Monolingual

(AM ἀτενίζω)
1. βλέπω κατευθείαν μπροστά, έχω προσηλωμένο το βλέμμα μου κάπου
2. βλέπω με τον νου μου, οραματίζομαι
αρχ.
1. είμαι ισχυρογνώμων, επίμονος
2. φρ. «ἀτενίζω τὴν διάνοιαν πρός τι» — προσηλώνω την προσοχή μου σε κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατενής.
ΣΥΝΘ. ενατενίζω
αρχ.
επατενίζω, συνατενίζω.

Greek Monotonic

ἀτενίζω: μέλ. -ίσω (ἀτενής), κοιτάζω έντονα, καρφώνω τη ματιά μου σταθερά, εἴς τι, σε Αριστ.· τινί, πάνω σε κάποιον, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀτενίζω: напряженно смотреть, пристально глядеть (εἴς τινα и εἴς τι Arst., Polyb., Sext., πρός τι Arst., Luc. и τινί Plut.): ἀ. τὴν διάνοιαν πρός τι Arst. обращать все свое внимание на что-л.

Middle Liddell

ἀτενής
to look intently, gaze earnestly, εἴς τι Arist.; τινί upon one, NTest.