δύσλυτος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''δύσλῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> нерасторжимый, неразрывный (χαλκεύματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> перен. (как бы) скованный (ὦμοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нескончаемый, бесконечный (πόνοι Eur.).
|elrutext='''δύσλῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> нерасторжимый, неразрывный (χαλκεύματα Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> перен. (как бы) скованный (ὦμοι Arst.);<br /><b class="num">3)</b> нескончаемый, бесконечный (πόνοι Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δύσ-λῠτος, ον [λύω]<br />[[indissoluble]], Aesch., Eur.
}}
}}

Revision as of 21:15, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσλῠτος Medium diacritics: δύσλυτος Low diacritics: δύσλυτος Capitals: ΔΥΣΛΥΤΟΣ
Transliteration A: dýslytos Transliteration B: dyslytos Transliteration C: dyslytos Beta Code: du/slutos

English (LSJ)

ον,

   A indissoluble, δυσλύτοις χαλκεύμασι A.Pr.19; ἄκος τῶν δ. πόνων E.Andr.121 (lyr.); ὦμοι stiff, Arist.Phgn.811a4. Adv. -τως, ἔχειν X.Oec.8.13.    2 insoluble, of a problem, Luc.JTr.12, Alex.Aphr. in Metaph.223.2; αἴνιγμα Plu.Fr.25.3; hard to refute, Alex.Aphr.in Top.558.25.

German (Pape)

[Seite 683] unlösbar, χαλκεύματα, Aesch. Prom. 19; πόνοι, Eur. Andr. 121; ὦμοι, zusammengedrängt, neben συνεσπασμένοι, Arist. physiogn. 6. – Adv., ἔχει, Xen. Oec. 8, 13.

Greek (Liddell-Scott)

δύσλῠτος: -ον, δυσδιάλυτος, ἀδιάλυτος, δυσλύτοις χαλκεύμασι Αἰσχύλ. Πρ. 19· ἄκος τῶν δ. πόνων Εὐρ. Ἀνδρ. 121. ― Ἐπίρρ., δυσλύτως ἔχειν Ξεν. Οἰκ. 8, 13.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile ou impossible à délier, indissoluble.
Étymologie: δυσ-, λύω.

Spanish (DGE)

(δύσλῠτος) -ον
I 1difícil de soltar χαλκεύματα A.Pr.19
fig. οἴστρου βρόχοι Lyc.405
tieso, rígido de los hombros, op. ὦμοι εὔλυτοι Arist.Phgn.811a4, cf. 9
de pers. inflexible, terco φιλήδονος Ph.2.269.
2 de abstr. difícil de remediar o arreglar πόνοι E.Andr.121, διαλλαγαί E.Ph.375
difícil de resolver un dilema, Luc.ITr.12, αἴνιγμα δυσεύρετον ὢν καὶ δ. Plu.Fr.136, ἀγωγαὶ ... δύσλυτοι καὶ αἰνιγματώδεις Vett.Val.232.12
neutr. subst. ὅτ' ἂν εἰς ἄπορον καὶ δ. αἱ ... πλοκαὶ τελευτήσωσιν cuando los enredos lleguen a un punto sin salida y de difícil desenlace en el teatro, Eun.Hist.18.6.37
difícil de refutar un argumento, Alex.Aphr.in Top.558.25, una hipótesis, Alex.Aphr.in Metaph.223.2.
II adv. -ως
1 con dificultad de desatar δ. ἔχει X.Oec.8.13.
2 indisolublemente σφηνοῦσθαι Gal.13.335, 15.783.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσλυτος, -ον)
1. αυτός που λύνεται δύσκολα («δύσλυτα δεσμά»)
2. αυτός για τον οποίο δύσκολα βρίσκεται λύση («δύσλυτο πρόβλημα»)
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα εξαφανίζεται («ἄκος τῶν δυσλύτων πόνων», Ευρ.)
2. όποιος δύσκολα αναιρείται ή ανασκευάζεται.

Greek Monotonic

δύσλῠτος: -ον (λύω), δυσδιάλυτος, αδιάλυτος, σε Αισχύλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

δύσλῠτος:
1) нерасторжимый, неразрывный (χαλκεύματα Aesch.);
2) перен. (как бы) скованный (ὦμοι Arst.);
3) нескончаемый, бесконечный (πόνοι Eur.).

Middle Liddell

δύσ-λῠτος, ον [λύω]
indissoluble, Aesch., Eur.