καταλλαγή: Difference between revisions
Ἰδίας νόμιζε τῶν φίλων τὰς συμφοράς → Tuas amicus crede amici miserias → Betracht' als eignes deiner Freunde Missgeschick
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)") |
(1ab) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταλλᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обмен, размен (νομισμάτων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плата за размен, прибыль менялы Dem.;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. примирение, мирное соглашение (τινος [[μετά]] τινος NT): πολέμου κ. Arph. заключение мирного договора; καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα Dem. заключить мирный договор с кем-л.; βαρεῖαι καταλλαγαί Aesch. трудность примирения, непримиримость. | |elrutext='''καταλλᾰγή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> обмен, размен (νομισμάτων Arst.);<br /><b class="num">2)</b> плата за размен, прибыль менялы Dem.;<br /><b class="num">3)</b> тж. pl. примирение, мирное соглашение (τινος [[μετά]] τινος NT): πολέμου κ. Arph. заключение мирного договора; καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα Dem. заключить мирный договор с кем-л.; βαρεῖαι καταλλαγαί Aesch. трудность примирения, непримиримость. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=καταλλᾰγή, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[exchange]], esp. of [[money]]: the profits of the [[money]]-changer, Dem.<br /><b class="num">II.</b> a [[change]] from [[enmity]] to [[friendship]], [[reconciliation]], Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[reconciliation]] of sinners with God, NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A exchange, esp. of money, Arist.Oec.1346b24, PHib.1.100.4 (iii B. C.). 2 money-changer's profit, agio, D.50.30, Diph.66.14, Euphro 3.4. 3 freight, merchandise, metaph., [ἀραὶ] βαρεῖαι κ.A.Th.767 (lyr.). 4 change, difference, Phld.Mus.p.74 K. II change from enmity to friendship, reconciliation, καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινας D.1.4; κ. πολέμου Ar.Av.1588. 2 reconciliation of sinners with God, 2 Ep.Cor.5.18; κόσμου Ep.Rom.11.15.
German (Pape)
[Seite 1360] ἡ, 1) der Austausch, die Auswechselung, bes. beim Geldwechseln das Aufgeld, der Gewinn des Geldwechslers; Dem. 50, 36; Diphil. bei Ath. VI, 225 b, vgl. XI, 503 a. – 2) die Ausgleichung, Aussöhnung; Aesch. Spt. 749; πολέμου Ar. Av. 1588; Sp., wie N. T., = Versöhnung.
Greek (Liddell-Scott)
καταλλᾰγή: ἀλλαγή, ἰδίως χρημάτων, νομισμάτων, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 4, 3 ὡσαύτως τοῦ ἀργυραμοιβοῦ ἢ τραπεζίτου τὸ κέρδος ἐπὶ τῇ ἀλλαγῇ νομισμάτων (Ἰταλ. campio), Δημ. 1216. 18· ἐάν τἀργύριον αὐτῷ καταβάλῃς, ἐπράξατο Αἰγιναῖον· ἄν δ’αὐτὸν δέῃ κέρματα ἀποδοῦναι προσαπέδωκεν Ἀττικά. κατ’ ἀμφότερα δὲ τὴν καταλλαγὴν ἔχει Δίφιλ. ἐν «Πολυπρ.» 1. 14, Εὔφρων ἐν «Ἀποδοδ.»1. 4· πρβλ. ἐπικαταλλαγή. ΙΙ. μεταλλαγὴ ἀπὸ ἔχθρας εἰς φιλίαν, συνδιαλλαγή, συμφιλίωσις, Αἰσχύλ. Θήβ. 767· καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινας= καταλλάττεσθαι Δημ. 10. 15· ὡσαύτως, κ. πολέμου Ἀριστοφ. Ὄρν. 1588· πρβλ. διαλλαγή. 2) διαλλαγὴ τῶν ἁμαρτωλῶν μετὰ τῶν Θεῶν, Β΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ε΄, 9. 2) παρ’ Ἐκκλ., συγχώρησις, ἄφεσις.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
réconciliation.
Étymologie: καταλλάσσω.
English (Strong)
from καταλλάσσω; exchange (figuratively, adjustment), i.e. restoration to (the divine) favor: atonement, reconciliation(-ing).
English (Thayer)
καταλλαγῆς, ἡ (καταλλάσσω, which see);
1. exchange; of the business of money-changers, exchanging equivalent values (Aristotle, others)). Hence,
2. adjustment of a difference, reconciliation, restoration to favor, (from Aeschylus on); in the N. T., of the restoration of the favor of God to sinners that repent and put their trust in the expiatory death of Christ: τοῦ κόσμου (opposed to ἀποβολή), καταλλαγήν ἐλάβομεν, we received the blessing of the recovered favor of God, Trench, § lxxvii.)
Greek Monolingual
η (AM καταλλαγή) καταλλάσσω
συνδιαλλαγή, συμφιλίωση, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων
μσν.-αρχ.
1. εκκλ. α) διαλλαγή τών αμαρτωλών με τον θεό
β) συγχώρηση, άφεση
2. ανταλλαγή νομισμάτων
αρχ.
1. το κέρδος του αργυραμοιβού ή τραπεζίτη κατά την αλλαγή νομισμάτων
2. φορτίο
3. παραλλαγή, διαφορά.
Greek Monotonic
καταλλᾰγή: ἡ,
I. 1. αλλαγή, ιδίως, λέγεται για χρήματα· τα κέρδη του αργυραμοιβού ή τραπεζίτη, σε Δημ.
II. αλλαγή από εχθρότητα σε φιλία, συμφιλίωση, σε Αισχύλ. κ.λπ.
2. η συμφιλίωση των αμαρτωλών με τον Θεό, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταλλαγή -ῆς, ἡ [καταλλάττω] genoegdoening; verrekening; verzoening:. καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα zich verzoenen met iem. Dem. 1.4.
Russian (Dvoretsky)
καταλλᾰγή: ἡ
1) обмен, размен (νομισμάτων Arst.);
2) плата за размен, прибыль менялы Dem.;
3) тж. pl. примирение, мирное соглашение (τινος μετά τινος NT): πολέμου κ. Arph. заключение мирного договора; καταλλαγὰς ποιεῖσθαι πρός τινα Dem. заключить мирный договор с кем-л.; βαρεῖαι καταλλαγαί Aesch. трудность примирения, непримиримость.
Middle Liddell
καταλλᾰγή, ἡ,
I. exchange, esp. of money: the profits of the money-changer, Dem.
II. a change from enmity to friendship, reconciliation, Aesch., etc.
2. reconciliation of sinners with God, NTest.