προμνηστῖνοι: Difference between revisions
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
(2b) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">one by one, one after another</b> (φ 230), <b class="b3">-αι</b> (λ 233).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">ἀγχιστ-ῖνος</b> (s. <b class="b3">ἄγχιστα</b>), <b class="b3">ἔνδινα</b> (: <b class="b3">ἔνδον</b>); s. Meid IF 62, 274 n. 13. From a noun, approx. <b class="b3">*πρόμνηστις</b> [[wooing]] (: <b class="b3">προ-μνάομαι</b> <b class="b2">woo for smbody</b>), so prop. <b class="b2">belonging to wooing</b>, after the ancient custom, to present several women one after another. Hoffmann RhM 56, 474f. -- To be rejected Forssman KZ 79, 2 6 ff. (cf. on [[πρυμνός]]). | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: <b class="b2">one by one, one after another</b> (φ 230), <b class="b3">-αι</b> (λ 233).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Formation like <b class="b3">ἀγχιστ-ῖνος</b> (s. <b class="b3">ἄγχιστα</b>), <b class="b3">ἔνδινα</b> (: <b class="b3">ἔνδον</b>); s. Meid IF 62, 274 n. 13. From a noun, approx. <b class="b3">*πρόμνηστις</b> [[wooing]] (: <b class="b3">προ-μνάομαι</b> <b class="b2">woo for smbody</b>), so prop. <b class="b2">belonging to wooing</b>, after the ancient custom, to present several women one after another. Hoffmann RhM 56, 474f. -- To be rejected Forssman KZ 79, 2 6 ff. (cf. on [[πρυμνός]]). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br />one by one, one [[after]] the [[other]], Od. [Perh. from [[μένω]], for προμενετῖνοι — [[each]] [[waiting]] for the one [[before]].] | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 10 January 2019
English (LSJ)
αι,
A one by one, one after the other, προμνηστῖναι ἐπήϊσαν Od.11.233; προμνηστῖνοι ἐσέλθετε 21.230.
German (Pape)
[Seite 734] einzeln, Einer nach dem Andern, in einer Reihe hinter einander her; προμνηστῖναι ἐπήϊσαν, Od. 11, 233, wie προμνηστῖνοι ἐςέλθετε, μηδ' ἅμα πάντες, 21, 230; nach den alten Erklärern von μένω, statt προμενετῖνοι oder προμενέστινοι, Schol. Od., d. h. Jeder auf den Vorangehenden wartend, nicht alle zugleich, ἑξῆς καὶ ἐκ διαστημάτων ἀναμένουσαι ἀλλήλας.
Greek (Liddell-Scott)
προμνηστῖνοι: αι, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον, ἀλλεπάλληλοι, προμνηστῖναι ἐπήισαν Ὀδ. Λ. 233· προμνηστῖνοι ἐσέλθετε μηδ’ ἅμα πάντες, ὁ εἷς μετὰ τὸν ἄλλον καὶ μὴ πάντες ὁμοῦ, Φ. 230. ― (Συνήθως ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μένω, ἀντὶ προμενετῖνοι ― ἕκαστος ἀναμένων τὸν πρότερον. Περὶ τῆς καταλήξ. πρβλ. ἀγχιστῖνος.) ― Κατὰ Σουΐδ. «προμνηστῖνοι· κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς»· καθ’ Ἡσύχ.: «προμνηστῖναι· ἐπὶ μίαν. ἀπὸ τοῦ προσμένειν».
French (Bailly abrégé)
αι;
adj. pl.
qui vont l’un après l’autre.
Étymologie: προμένω.
English (Autenrieth)
one before (after) another, successively, opp. ἅμα πάντες, Od. 21.230 and Od. 11.233.
Greek Monolingual
-αι, οἱ, αἱ, ΜΑ
(επικ. τ.)
1. οι αλλεπάλληλοι
2. (κατά τον Ησύχ.) «προμνηστῑναι ἐπὶ μίαν
ἀπὸ τοῡ προσμένειν»
3. (κατά το λεξ. Σούδα) «προμνηστῑνοι
κατὰ τάξιν, ἐφεξῆς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. πρόμνηστις < προμνῶμαι «προξενεύω, ζητώ σε γάμο» με επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἀγχιστ-ῖνος < ἄγχιστος «κοντινός, συγγενής»). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, πρόκειται για σύνθετο με α' συνθετικό τη λ. προμνός «έσχατος, τελευταίος» (< πρό) και β' συνθετικό το θέμα -στ- του ἵστημι (πρβλ]. ἄντηστις, ἔξαστις)].
Greek Monotonic
προμνηστῖνοι: -αι, ένας ένας, ο ένας μετά τον άλλο, σε Ομήρ. Οδ. (πιθ. από το μένω, προμενετῖνοι, ο καθένας περιμένει τον προηγούμενο).
Russian (Dvoretsky)
προμνηστῖνοι: αι adj. друг за другом, по очереди (π. ἐσέλθετε, μηδ᾽ ἅμα πάντες Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμνηστῖνοι -αι plur. de een na de ander.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: one by one, one after another (φ 230), -αι (λ 233).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Formation like ἀγχιστ-ῖνος (s. ἄγχιστα), ἔνδινα (: ἔνδον); s. Meid IF 62, 274 n. 13. From a noun, approx. *πρόμνηστις wooing (: προ-μνάομαι woo for smbody), so prop. belonging to wooing, after the ancient custom, to present several women one after another. Hoffmann RhM 56, 474f. -- To be rejected Forssman KZ 79, 2 6 ff. (cf. on πρυμνός).
Middle Liddell
one by one, one after the other, Od. [Perh. from μένω, for προμενετῖνοι — each waiting for the one before.]