φωνασκία: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φωνασκία:''' ἡ упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem. | |elrutext='''φωνασκία:''' ἡ упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φωνασκία]], ἡ,<br />[[practice]] of the [[voice]], [[declamation]], Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:33, 10 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A practice of the voice, declamation, D.18.280, Thphr.HP9.9.2 (pl.), Phld.Acad.Ind. p.4 M., Sor.1.23 (pl.), Aret.CD2.6.
German (Pape)
[Seite 1322] ή, Uebung der Stimme, Stimmfertigkeit, λόγων ἐπίδειξίν τινα καὶ φωνασκίας βουλόμενος ποιήσασθαι Dem. 18, 280; Uebung im Singen, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
φωνασκία: ἡ, ἄσκησις, τῆς φωνῆς, ἄσκησις εἰς ἀπαγγελίαν, Δημ. 319, 9, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 9. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de s’exercer au chant ou à la déclamation, soin qu’on prend de sa voix en suivant un régime convenable.
Étymologie: φωνασκός.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ φωνασκῶ
νεοελλ.
πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή
μσν.-αρχ.
η τέχνη άσκησης της φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι.
Greek Monotonic
φωνασκία: ἡ, άσκηση της φωνής, απαγγελία, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φωνασκία: ἡ упражнение голосовых средств, развитие голоса Dem.
Middle Liddell
φωνασκία, ἡ,
practice of the voice, declamation, Dem.