ἀλέω: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(1a)
(nl)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[From Root !αλ, came also [[ἀλήθω]], [[ἀλείατα]], [[ἄλευρον]], ἄλως, [[ἀλωή]].]<br />to [[grind]], [[bruise]], [[pound]], Od.
|mdlsjtxt=[From Root !αλ, came also [[ἀλήθω]], [[ἀλείατα]], [[ἄλευρον]], ἄλως, [[ἀλωή]].]<br />to [[grind]], [[bruise]], [[pound]], Od.
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀλέω]], aor. [[ἤλεσα]], ep. ἄλεσσα (in tmes.); perf. med.-pass. ἀλήλε(σ)μαι, malen.
}}
}}

Revision as of 06:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλέω Medium diacritics: ἀλέω Low diacritics: αλέω Capitals: ΑΛΕΩ
Transliteration A: aléō Transliteration B: aleō Transliteration C: aleo Beta Code: a)le/w

English (LSJ)

(A), [ᾰ]: impf.

   A ἤλουν Pherecr.10.1: aor. ἤλεσα Id.183,Hp.Fist. 7, Steril.230, etc.; Ep. ἄλεσσα (κατ-) Od.20.109: pf. ἀλήλεκα AP11.251 (Nicarch.):—Pass., pf. ἀλήλεσμαι Hp. ap. Gal.19.76, Hdt.7.23; ἀλήλεμαι Th.4.26, Amph.9: aor. ἠλέσθην Dsc.1.120:—grind, bruise, Hom. only in compd. κατ-αλέω, q. v.; ἤλουν τὰ σιτία Pherecr.l.c.; βίος ἀληλεμένος civilized life, in which one uses ground corn and not law fruits, Amph. l.c.; ἄλει, μύλα, ἄλει grind, mill, grind ! Carm. Pop.43: metaph., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλαι, ἀλέουσι δὲ λεπτά Poet. ap. S.E.M.1.287.
ἀλέω (B), only in Med. ἀλέομαι, q.v.

German (Pape)

[Seite 94] (molo, ἀλέσω, ἀλῶ Moeris 17, ἤλεσα; ἀληλεκέναι Nicarch. 33 (XI, 251); ἀληλεσμένος σῖτος Her. 7, 23; Thuc. 4, 26, wo Bekk. ἀληλεμένος hat; Amph. XIV, 649 a; ἀλεσθείς Athen.; ἀλεστἐον Diosc.), mahlen, zermalmen, κἀχρυς Ar. Nub. 1340; ἤλουν τὰ σιτία Phereer. Ath. VI, 263 b; auch von der Mühle, ἄλει μύλα ἄλει Plut. Conv. sept. sap. 14; sprichwörtlich βίος ἀληλεσμένος, verfeinertes, bequemes Leben, Ath. a. a. O. Zenob. 1, 21; nach Snid. ἐπὶ τῶν ἐν ἀφθονίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ὄντων; s. ἀλήθω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλέω: [ᾰ]: παρατατ. ἤλουν, Φερεκρ. ἐν «Ἀγρίοις» 1˙ ἀόρ. ἤλεσα, ὁ αὐτ. Ἄδηλ. 18, Ἱππ., κτλ., Ἐπ. ἄλεσσα (κατ-), Ὀδ.: ― πρκμ. ἀλήλεκα, Ἀνθ. Π. 11. 251: ― Παθ. πρκμ. ἀλήλεσμαι, Ἡρόδ. 7. 23, Θουκ. 4. 26 (ἔνθα ὅμως ὁ Βεκκ. ἀλήλεμαι καὶ ὅτι οὗτος εἶναι ὁ ὀρθὸς Ἀττικὸς τύπος φαίνεται ἐκ τοῦ μέτρου, ἂν ὀρθῶς ὁ Meineke ἔχῃ αὐτὸ ἐν «Γυναικομανίᾳ» Ἄμφιδος 1.): ― ἀόρ. ἠλέσθην, Διοσκ. 1. 173, = Ἀλέθω, συντρίβω, κοπανίζω, κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν (ὅπερ κυρίως ἀνήκει εἰς τὸ καταλέω), Ὀδ. Υ. 109˙ ἤλουν τὰ σιτία, Φερεκρ. ἔνθ’ ἀνωτ., βίος ἀληλεμένος, βίος πεπολιτισμένος, καθ’ ὃν γίνεται χρῆσις ἀληλεσμένου σίτου καὶ οὐχὶ καρπῶν ἐν τῇ φυσικῇ αὐτῶν καταστάσει, ἴδε Meineke ἐν «Ἄμφιδι» ἔνθ’ ἀνωτ., ἄλει, μύλα, ἄλει, ἄλεθε, μύλε, ἄλεθε, ᾆσμα παρὰ Πλουτ. 2. 157Ε, Bgk. Carm. Pop. Lyr. 43. (Ἐκ √ΑΛ παράγονται καὶ τὰ ἀλήθω, ἀλίνω, ἀλείατα, ἀλετός, ἄλευρον (ἀλλ’ οὐχὶ ἄλφιτον), ἀλοάω, ἄλως, ἀλωή˙ ὁ Βούττμανος καὶ ἄλλοι σχετίζουσι τὴν ῥίζαν ταύτην πρὸς τὴν ϜΕΛ ἐν εἴλω, ὅπερ ὑποστηρίζει καὶ ὁ τύπος οὐλαί (χονδροαλεσμένον κριθάρι). Ἄλλ’ οὐδὲν ὑπάρχει ἴχνος τοῦ ϝ ἐν τῷ ἀλέω καὶ τοῖς παραγώγοις αὐτοῦ καὶ αἱ ἀντίστοιχοι λέξεις ἐν τῇ Λατιν. καὶ ἄλλαι τινὲς ὑποδεικνύουσιν ὅτι ἀπεβλήθη ἓν Μ, ὥστε ἡ ἐξ ἀρχῆς ῥίζα δυνατὸν νὰ ἦτο ΜΑΛ, ΜΟΛ, Λατ. molo, mola, κτλ.˙ ἴδε ἐν λ. μύλη). Ἐν χρήσει μόνον κατὰ τὸ μέσ. ἀλέομαι, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
impf. ἤλουν, f. ἀλέσω, att. ἀλῶ ; ao. ἤλεσα, pf. ἀλήλεκα;
Pass. ao. ἠλέσθην, pf. ἀλήλεσμαι ou ἀλήλεμαι;
moudre ; fig. écraser, battre, blesser LSJ.
Étymologie: R. Ἀλ pour Ϝαλ, moudre ; cf. ἀλωή et ἅλως.

English (Autenrieth)

only aor. ἄλεσσαν: grind, Od. 20.109†.

Spanish (DGE)

concentrar, reunir Hp. en Gal.19.74.

• Etimología: Cf. ἁλής, ἅλις.

• Prosodia: [ᾰ-]

• Morfología: [aor. inf. ἀλέσαι Pherecr.197, part. ἀλέσας Hp.Fist.7, Steril.230, part. pas. ἀλεσθείς Dsc.1.120; perf. át. part. ἀληλεμένος Th.4.26, Amphis 9, ἀληλεσμένος Hdt.7.23, Archig. en Gal.12.676, Zen.1.21, ἠλεσμένος Dsc.Eup.2.45.1, DP 1.13, 14, inf. ἀληλεκέναι AP 11.251 (Nicarch.)]
1 moler el grano del cereal, machacar, triturar τὰς κριθὰς δεῖ ... ἀλέσαι Pherecr.l.c., cf. Ar.Nu.1358, Luc.Asin.28, τὰ ἐπιτήδεια Thphr.Char.4.10, τὰ σιτία Plu.2.157d, cf. BGU 1067.13 (II d.C.), τούτῳ γυμνάσιον σῖτον ἀλεῖν como signo de pobreza o austeridad, D.L.1.81, en v. pas. σῖτος ... ἀληλεσμένος Hdt.l.c., Th.4.26, Hp.ll.cc., θέρμους ... ἀληλεσμένους Archig.l.c., κοχλίας Λιβυκὸς ... ἠλεσμένης Dsc.l.c., cf. DP ll.cc.
abs. moler el grano ἄλει μύλα ἄλει Carm.Pop.23ter, cf. Plu.2.830c, AP 11.251 (Nicarch.)
suj. anim. triturar φῦκος ἀεὶ ἀλέουσιν ὀδοῦσιν unos peces, Pancrat.SHell.600.3.
2 fig. y frec. en frases prov. ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά molinos de dioses muelen despacio pero muelen fino ref. a que a los dioses no se les escapa nada, prov. en S.E.M.1.287, βίος ἀληλεμένος vida del molinero, vida regalada Amphis 9, Zen.l.c.

• Etimología: De *H2elH1- ‘moler’; en grado C/P ἄλητον, ἄλευρον, arm. alewr ‘harina’ y ἀλέϝω; en grado P/C ἔλυμος ‘mijo’; en grado C/C ἀλέται, ἀλετών, ἀλετός c. timbre e analóg. c. el grado pleno.

Greek Monolingual

ἀλέω (Α)
σε χρήση μόνο το μέσο ἀλέομαι.

Greek Monotonic

ἀλέω: [ᾰ], παρατ. ἤλουν, αόρ. αʹ ἤλεσα, Επικ. ἄλεσσα, παρακ. ἀλήλεκα — Παθ. παρακ. ἀλήλεσμαι ή -εμαι· αλέθω, συντρίβω, τρίβω, κοπανίζω, σε Ομήρ. Οδ. (Από τη √ΑΛ προήλθαν επίσης τα ἀλήθω, ἀλείατα, ἄλευρον, ἄλως, ἀλωή).
ἀλέω: χρησιμ. μόνο ως Μέσ. ἀλέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀλέω: (ᾰ) (эп. aor. ἄλεσσα, pf. ἀλήλεκα; pf. pass. ἀλήλεσμαι или ἀλήλεμαι) молоть Hom., Plut., Arph., Anth.: σῖτος ἀληλεσμένος Her., Thuc.; молотый хлеб.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: grind (Od. κατ-).
Other forms: Aor. ἤλεσα, ep. ἄλεσσα, pf. ἀλήλεκα, -ε(σ)μαι.
Dialectal forms: Myc. uncertain ]artereu[.
Derivatives: ἀλέ-ατα wheat-groats (inscr. Miletos, VIa) from *ἀλέ-Ϝατα, with metrical lengthening ἀλείατα (Hom.), cf. Schulze Q. 226 and Hdn. 2, 472, 12, who explains ἄλειαρ from ἄλεαρ. Thematized in ἄλευρ-ον, mostly pl. ἄλευρα flour (Hdt.). - ἄλητον flour (Hp.) with η after ἄμητος or contr. from ἀλεατ-. ἀλήσιον πᾶν τὸ ἀληλεσμένον H., Lacon. ἀληhιον (with s < t before i!). - ἄλημα n. flour (S.). - ὄνος ἀλέτης grinder (upper millstone) (Gortyn, X., cf. Schwyzer 499, Fraenkel Nom. ag. 2, 57f.). - ἀλετρίς woman who grinds corn (Hom.). - On ἀλετρίβανος m. pestle (Ar.) cf. Schwyzer 263, 438. - Lengthened vb. stem ἀλήθω (Hp.; Schwyzer 682). Unclear ἀλίνω = λεπτύνω (Phot. ex S.); cf. ἀλιν[ν]όν ἀμυδρόν H., s. Güntert IF 45, 345.
Origin: IE [Indo-European] [28] *h₂elh₁- grind
Etymology: ἀλέω is prob. an athematic present *ἀλε- < *h₂elh₁-. - With *ἄλε-Ϝαρ cf. Arm. alewr flour, *h₂leh₁-ur̥. The Arm. verb is aɫam. Further cognates in Indo-Iranian, e. g. MInd. (+ Hindi, Bengali) āṭā flour, NPers. ārd id., Av. aša- (< *arta-) ground. - The PIE root *melh₂-, same meaning, cf. μάλευρον.

Middle Liddell

[From Root !αλ, came also ἀλήθω, ἀλείατα, ἄλευρον, ἄλως, ἀλωή.]
to grind, bruise, pound, Od.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀλέω, aor. ἤλεσα, ep. ἄλεσσα (in tmes.); perf. med.-pass. ἀλήλε(σ)μαι, malen.