στοιχίζω: Difference between revisions
Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''στοιχίζω:''' <b class="num">1)</b> приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς [[ἄρκυς]] Xen.). | |elrutext='''στοιχίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς [[ἄρκυς]] Xen.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 11:05, 10 January 2019
English (LSJ)
A set in a row, esp. set a row of poles with nets to drive the game into, X.Cyn.6.8; cf. στοῖχος 11, περιστοιχίζω:—Pass., to be set in rows, v.l. for ἐστιχ- in LXX Ez.42.3. II order or arrange in system, τρόπους μαντικῆς A.Pr.484.
German (Pape)
[Seite 946] in eine Reihe stellen, bes. die Pfähle mit den Netzen in eine Reihe pflanzen, um das Wild hineinzutreiben, Xen. Cyr. 6, 8; übtr., τρόπους δὲ πολλοὺς μαντικῆς ἐστοίχισα, Aesch. Prom. 482.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχίζω: θέτω εἰς στοῖχον, «ἀραδιάζω», ἰδίως, ἐμπήγω κατὰ σειρὰν πασσάλους μετὰ βρόχων ὅπως ἐγκλείσω τὸ θήραμα εἰς αὐτούς, Ξεν. Κυν. 6, 8· πρβλ. στοῖχος ΙΙ, περιστοιχίζω. - Παθ., τίθεμαι κατὰ σειράς, γραμμάς, Ἑβδ. (Ἰεζεκ. ΜΒ΄, 3) ΙΙ. κατατάσσω, διατάσσω, διεθετῶ συστηματικῶς, τρόπους μαντικῆς Αἰσχύλ. Πρ. 484· πρβλ. διαστοιχίζομαι.
French (Bailly abrégé)
tendre sur une ligne une toile ou un filet de chasse ; fig. ranger, ordonner, exposer.
Étymologie: στοῖχος.
Greek Monolingual
ΝΑ στοῑχος
βάζω σε στοίχους, σε σειρές, αραδιάζω
νεοελλ.
1. αντιπροσωπεύω ορισμένη χρηματική αξία ή δαπάνη τιμώμαι, κοστίζω («τα υλικά του στοίχισαν πολύ»)
2. μτφ. (για δυσάρεστα γεγονότα ή καταστάσεις) προξενώ λύπη («του στοίχισε πολύ ο θάνατος του παιδιού του»)
3. φρ. «δεν μού στοιχίζει» — δεν δίνω σημασία σε κάτι, δεν θεωρώ κάτι ως σπουδαίο («δεν του στοιχίζει τίποτε να σέ αφήσει στα κρύα του λουτρού»)
αρχ.
1. μπήγω στη σειρά πασσάλους με βρόχους για να πιάσω θήραμα («στοιχιζέτω δὲ ὑψηλά, ὅπως ἄν μή ὑπερπηδᾷ», Ξεν.)
2.μτφ. κατατάσσω, διευθετώ συστηματικά, ταξινομώ («τρόπους τε πολλούς μαντικῆς ἐστοίχισα», Αισχύλ.)
3. παθ. στοιχίζομαι
είμαι ταγμένος σε ορισμένη σειρά.
Greek Monotonic
στοιχίζω: μέλ. -σω,
I. θέτω σε σειρά, αραδιάζω, ιδίως λέγεται, για σειρά πασσάλων με βρόχια, όπου εγκλωβιζόταν το θήραμα, σε Ξεν.
II. κατατάσσω ή διευθετώ κατά σύστημα, με σύστημα, συστηματικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
στοιχίζω:
1) приводить в порядок, упорядочивать (τρόπους μαντικῆς Aesch.);
2) расставлять в ряд или кругом (sc. τὰς ἄρκυς Xen.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στοιχίζω [στοῖχος] rangschikken, ordenen.
Middle Liddell
στοιχίζω, fut. -σω
I. to set a row of poles with nets to drive the game into, Xen.
II. to order or arrange in system, Aesch.