συρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμη γερόντων ἀσφαλεστέρα νέωνSenum quam iuvenum monita attendes tutius → Der Alten Rat und Meinung birgt mehr Sicherheit

Menander, Monostichoi, 107
(1b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">I</b>" to "'''<br /><b class="num">I</b>")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''σῡρίζω:''' <b class="num">I</b> атт. [[συρίττω|σῡρίττω]], дор. [[συρίσδω]] [[σῦριγξ]] (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)<br /><b class="num">1)</b> играть на сиринге Eur., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> (о сиринге) звучать, петь (ὁ [[κάλαμος]] συρίζων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.: συρίζοντα κατὰ πρύμναν πηδάλια Eur. скрипящий на корме руль;<br /><b class="num">4)</b> освистывать (τινά Dem.): συριττόμενος [[ὑποκριτής]] Luc. освистываемый актер.<br /><b class="num">[[συρίζω|σῠρίζω]]:</b> <b class="num">II</b> [[Σύρος]] I] говорить или поступать по-сирийски Luc., Sext.
|elrutext='''σῡρίζω:'''<br /><b class="num">I</b> атт. [[συρίττω|σῡρίττω]], дор. [[συρίσδω]] [[σῦριγξ]] (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)<br /><b class="num">1)</b> играть на сиринге Eur., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> (о сиринге) звучать, петь (ὁ [[κάλαμος]] συρίζων Eur.);<br /><b class="num">3)</b> издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.: συρίζοντα κατὰ πρύμναν πηδάλια Eur. скрипящий на корме руль;<br /><b class="num">4)</b> освистывать (τινά Dem.): συριττόμενος [[ὑποκριτής]] Luc. освистываемый актер.<br /><b class="num">[[συρίζω|σῠρίζω]]:</b> <b class="num">II</b> [[Σύρος]] I] говорить или поступать по-сирийски Luc., Sext.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[play]] the [[σῦριγξ]], to [[pipe]], Eur., Theocr.; c. acc. cogn., συρίζων ὑμεναίους Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[whistle]], [[hiss]], Aesch., Ar.:—c. acc. cogn., συρίζων φόνον hissing [[forth]] [[murder]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[hiss]] an [[actor]], Lat. explodere, Dem.
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> to [[play]] the [[σῦριγξ]], to [[pipe]], Eur., Theocr.; c. acc. cogn., συρίζων ὑμεναίους Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[whistle]], [[hiss]], Aesch., Ar.:—c. acc. cogn., συρίζων φόνον hissing [[forth]] [[murder]], Aesch.<br /><b class="num">2.</b> to [[hiss]] an [[actor]], Lat. explodere, Dem.
}}
}}

Revision as of 14:05, 31 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῡρίζω Medium diacritics: συρίζω Low diacritics: συρίζω Capitals: ΣΥΡΙΖΩ
Transliteration A: syrízō Transliteration B: syrizō Transliteration C: syrizo Beta Code: suri/zw

English (LSJ)

A.Pr.357, Th.463, Hp.Int.10, E.Ion 501 (lyr.), Apollod. 3.10.2; Att. συρίττω Pl.Tht.203b, Arist.HA611b26; Dor. συρίσδω Theoc.1.3, etc.: fut.

   A συρίξομαι Luc.Bis Acc.12, etc.; συρίσω Hero Spir.1.41, Longus 2.23; συριῶ LXX Is.5.26, al.: aor. ἐσύριξα Ar. Pl.689; later ἐσύρισα Babr.114.4, Luc.Harm.2: (Συρίγγ-yw, cf. σῦριγξ):—play the σῦριγξ, pipe, ὅτε . . συρίζεις, ὦ Πάν E. l.c.; ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Theoc.1.3; συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος E.IT1125 (lyr.): c. acc. cogn., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους Id.Alc. 576 (lyr.).    II make any whistling or hissing sound, hiss like a serpent, συρίξας ἐγώ Ar.Pl.689; ψόφος . . οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, of the tongue sounding ς, Pl.Tht.203b; συριζόντων κατὰ πρύμναν . . πηδαλίων E.IT 431 (lyr.); of the wind, whistle, Babr. l.c.: c. acc. cogn., συρίζων φόβον A.Pr.357; φιμοὶ δὲ συρίζουσι βάρβαρον βρόμον Id.Th.463.    2 hiss an actor (cf. σῦριγξ 1.2), ἐξέπιπτες ἐγὼ δ' ἐσύριττον D.18.265, cf. Timocl.2 D., Luc.Nigr.10, etc.    b c. acc. pers., hiss him, D.21.226:—Pass., Aeschin.3.76,231, Pl.Ax.368d, Aristid.Or.34(50).7.

German (Pape)

[Seite 1040] dor. συρίσδω, att. συρίττω, fut. συρίξω u. besser attisch συρίξομαι, doch findet sich auch συρίσαι, Luc. Harmon. 2, – pfeifen; eigtl. von Schlangen, Zenodot. hinter Ammon.; von der Pfeife, συρίζων ὁ κηροδέτας κάλαμος, Eur. I. T. 1175; φιμοὶ δὲ συρίζουσι, Aesch. Spt. 445; auch σμερδναῖσι γαμφηλῇσι συρίζων φόνον, Prom. 355; συρίζων ποιμνήτας ὑμεναίους, Eur. Alc. 579; auch συριζόντων κατὰ πρύμναν εὐναίων πηδαλίων, I. T. 431; συρίξας, Ar. Plut. 689; ψόφος τις μόνον οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, Plat. Theaet. 203 b, auszischen; δήμου παίγνιον συριττόμενον, Ax. 368, d; ἐξέπιπτες, ἐγὼ δὲ ἐσύριττον, Dem. 18, 265; συρίξομαι, Luc. Nigr. 10; συριττόμενος ὑποκριτής, 8.

Greek (Liddell-Scott)

σῡρίζω: μεταγεν. Ἀττικ. συρίττω, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 192 (παρὰ τοῖς λίαν μεταγεν. συγγραφεῦσι συρίσσω), Δωρ. συρίσδω Θεόκρ. 1. 3, κτλ.· ― μέλλ. συρίξομαι Λουκ. Δὶς Κατηγ. 12, κτλ.· συρίσω Ἥρων Πνευμ. 194D, Λόγγος 2. 23· συριῶ Ἑβδ.· ― ἀόρ. ἐσύριξα Ἀριστοφ. Πλ. 689· μεταγενέστ. ἐσύρισα, Βαβρ. 114, Λουκ. Ἁρμον. 2. (Πρβλ. σῦριγξ, σύριγμα, συριγμός· Σανσκρ. svar, svr.i, svar-âmi (cant?), svar-as (sonus)· Λατιν. su-sur-rus, absurdus (πρβλ. absonus)· Σλαυ. svir-ati (tibia ca-nere)· Λιθ. sur-me (tibia)). Παίζω τὴν σύριγγα, αὐλῶ διὰ τῆς σύριγγος, ὅταν... συρίζῃς, ὦ Πὰν Εὐρ. Ἴων 500· ἁδὺ δὲ καὶ τὺ συρίσδες Θεόκρ. 1. 3· συρίζων κισσοδέτας ὁ κάλαμος Εὐρ. Ι. Τ. 1125· μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων ποιμνίτας ὑμεναίους ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 579. ΙΙ. συρίζω ὡς ὄφις (πρβλ. συριγμός), συρίξας ἐγὼ Ἀριστοφ. Πλ. 689· ψόφος... οἷον συριττούσης τῆς γλώττης, ἐπὶ τῆς γλώσσης προφερούσης τὸ σ, Πλάτ. Θεαίτ. 203Β· φιμοὶ δὲ συρίζουσι (ἴδε φιμὸς ΙΙ), Αἰσχύλ. Θήβ. 463· συριζόντων κατὰ πρύμναν... πηδαλίων Εὐρ. Ι. Τ. 431· ἐπὶ ἀνέμου, πνέω ἰσχυρῶς συρίζων, Βαβρ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., συρίζων φόνον, συριγμὸν φόνου, Αἰσχύλ. Πρ. 355. 2) ἀποδοκιμάζω ὑποκριτὴν διὰ τοῦ συριγμοῦ (πρβλ. σῦριγξ Ι. 2), σύ γ’ ἐξέπιπτες ἐγώ δ’ ἐσύριττον Δημ. 315. 10, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 10, κτλ. β) μετ’ αἰτ. προσώπ., ὡς τὸ Λατ. explodere, συρίζων ἐκδιώκω, ἐκβάλλω τῆς σκηνῆς διὰ συριγμῶν, Δημ. 586. 16· καὶ ἐν τῷ παθ., Αἰσχίν. 64. 29., 86. 41, Πλάτ. Ἀξίοχ. 368D.

French (Bailly abrégé)

f. συρίξομαι, réc. συρίσω, att. συριῶ ; ao. ἐσύριξα, réc. ἐσύρισα ; pf. inus.
I. intr. 1 jouer de la flûte champêtre ; en parl. de la flûte elle-même résonner;
2 p. ext. siffler;
II. tr. 1 chanter sur la flûte champêtre, acc.;
2 siffler pour donner le signal de, acc.;
3 expulser en sifflant, siffler (un acteur) acc..
Étymologie: DELG σῦριγξ.

Spanish

silbar

Greek Monolingual

(I)
και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, -άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α
[[σῡριγξ, σύριγγος]]
1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω
2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο (α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν του σπηλαίου», Παπαδ.
β. «συριζόντων κατά πρύμναν... πηδαλίων», Ευρ.)
3. αποδοκιμάζω κάποιον, λ.χ. ηθοποιό ή ομιλητή, με σφυρίγματα
νεοελλ.
φρ. «συρίττοντες ρόγχοι»
ιατρ. ακροαστικά φαινόμενα τών πνευμόνων που μοιάζουν με σφύριγμα και ακούονται σε οξεία βρογχίτιδα και βρογχικό άσθμα
μσν.-αρχ.
ειδοποιώ κάποιον με σφυρίγματα
αρχ.
εκβάλλω χαρακτηριστικό ήχο σαν να σφυρίζω.
(II)
Α Σύρος
1. συμπεριφέρομαι ή σκέπτομαι και μιλώ σαν τους Σύρους
2. βαρβαρίζω.

Greek Monotonic

συρίζω: μεταγεν. Αττ. συρίττω, Δωρ. συρίσδω· μέλ. συρίξομαι, αόρ. αʹ ἐσύριξα, μεταγεν. ἐσύρισα·
I. παίζω μουσικό όργανο, σῦριγξ, παίζω αυλό, σε Ευρ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., συρίζων ὑμεναίους, σε Ευρ.
II. 1. σφυρίζω ή εκφέρω τον χαρακτηριστικό συριγμό του φιδιού, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· με σύστ. αιτ., συρίζων φόνον, εκφέρω τον δηλητηριώδη συριγμό του φόνου, σε Αισχύλ.
2. αποδοκιμάζω με σφυρίγματα έναν ηθοποιό και τον αναγκάζω να αποχωρήσει από τη σκηνή, Λατ. explodere, σε Δημ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σῡρίζω, Att. ook συρίττω, Dor. συρίσδω [σῦριγξ] Dor. praes. 2 sing. συρίσδες, inf. συρίσδεν Theocr. Id. 1.14; Att. imperf. ἐσύριττον, Dor. 3 sing. σύρισδε Theocr. Id. 6.44; aor. ἐσύριξα, later ἐσύρισα; Αtt. fut. συριῶ abs. of met acc. v. h. inw. obj. op de panfluit blazen of spelen:; σ. ποιμνίτας ὑμεναίους pastorale huwelijksliedjes spelen Eur. Alc. 576; uitbr. van de fluit zelf klinken. Eur. IT 1125. van allerlei geluiden: sissen;; σ. φόβον paniek sissen (d.w.z. veroorzaken) Aeschl. PV. 355; suizen; Eur. IT 431; snuiven:. φιμοὶ... συρίζουσι βάρβαρον βρόμον de muilbanden brengen een barbaars gesnuif voort Aeschl. Sept. 463. met acc. uitfluiten (ter afkeuring); ook pass.

Russian (Dvoretsky)

σῡρίζω:
I атт. σῡρίττω, дор. συρίσδω σῦριγξ (fut. συρίξομαι, aor. ἐσύριξα - поздн. ἐσύρισα)
1) играть на сиринге Eur., Theocr.;
2) (о сиринге) звучать, петь (ὁ κάλαμος συρίζων Eur.);
3) издавать свистящий звук, свистеть Aesch., Plat., Babr.: συρίζοντα κατὰ πρύμναν πηδάλια Eur. скрипящий на корме руль;
4) освистывать (τινά Dem.): συριττόμενος ὑποκριτής Luc. освистываемый актер.
σῠρίζω: II Σύρος I] говорить или поступать по-сирийски Luc., Sext.

Middle Liddell


I. to play the σῦριγξ, to pipe, Eur., Theocr.; c. acc. cogn., συρίζων ὑμεναίους Eur.
II. to whistle, hiss, Aesch., Ar.:—c. acc. cogn., συρίζων φόνον hissing forth murder, Aesch.
2. to hiss an actor, Lat. explodere, Dem.