στρηνιάω: Difference between revisions
(1b) |
(c2) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[στρηνιάω]], fut. -άσω [from [[στρηνής]]<br />to run [[riot]], wax [[wanton]], NTest. | |mdlsjtxt=[[στρηνιάω]], fut. -άσω [from [[στρηνής]]<br />to run [[riot]], wax [[wanton]], NTest. | ||
}} | |||
{{Chinese | |||
|sngr='''原文音譯''':strhni£w 士特雷你阿哦<p>'''詞類次數''':動詞(2)<p>'''原文字根''':參與<p>'''字義溯源''':奢華,過奢華生活,變為任性,成為放縱;源自([[στρῆνος]])*=濫用,奢華),類似([[στερεός]])=堅硬的,徹底的)。<p/>'''同義字''':1) ([[σπαταλάω]])貪戀酒色 2) ([[στρηνιάω]])奢華 3) ([[τρυφάω]])宴樂比較: ([[καταστρηνιάω]])=放縱情慾<p/>'''出現次數''':總共(2);啓(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 過奢華生活(2) 啓18:7; 啓18:9 | |||
}} | }} |
Revision as of 21:55, 2 October 2019
English (LSJ)
A run riot, wax wanton, Antiph.82, Sophil.6, Diph.132, Lyc.Fr.1.2, Apoc.18.7,9, PMeyer 20.23 (iii A.D.);= gerrio, gestio, Gloss.; cf. Phryn.357.
German (Pape)
[Seite 954] überkräftig sein, übermüthig sein, oft in der neuen Comödie, für τρυφάω, zuerst Antiphan. dei Ath. III, 127 d; Diphil. in B. A. 113; N. T.; vgl. Lob. Phryn. 384.
Greek (Liddell-Scott)
στρηνιάω: μέλλ. -άσω, (στρηνὴς) ἀσωτεύω, ἀκολασταίνω, λέξις τῶν ποιητῶν τῆς νέας κωμῳδίας ἀντὶ τοῦ τρυφάω, Ἀντιφάν. ἐν «Διδύμοις» 1 (ἔνθα ἴδε Neineke), Σώφιλ. ἐν «Φυλ.» 1. 3, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 48, ὡσαύτως ἐν τῇ Καιν. Διαθ., Ἀποκάλ. ιη΄, 7 καὶ 9, πρβλ. Φρύνιχ. 381. ΙΙ. ὑπερηφανεύομαι, ἀλαζονεύομαι, κομπάζω, τινι Λυκόφρ. παρ’ Ἀθην. 420Β· πρβλ. Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. ἔνθ. ἀνωτ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «στρηνιῶντες· πεπλεγμένοι, δηλοῖ δὲ καὶ τὶ διὰ πλοῦτον ὑβρίζειν, καὶ βαρέως φέρειν».
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 être orgueilleux, insolent;
2 vivre dans la mollesse.
Étymologie: στρῆνος¹ et στρῆνος².
English (Strong)
from a presumed derivative of στρῆνος; to be luxurious: live deliciously.
English (Thayer)
στρηνιω: 1aor ἐστρηνίασα; (from στρῆνος, which see); a word used in middle and later Comedy for τρυφαν (cf. Lob. ad Phryn., p. 381; (Rutherford, New Phryn., p. 475f; Winer s Grammar, 25)); to be wanton, to live luxuriously: καταστρηνιάω.)
Greek Monotonic
στρηνιάω: μέλ. -άσω, είμαι άσωτος, ακόλαστος, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
στρηνιάω: быть высокомерным (πορνεύειν καὶ σ. NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρηνιάω in weelde leven. NT.
Middle Liddell
στρηνιάω, fut. -άσω [from στρηνής
to run riot, wax wanton, NTest.
Chinese
原文音譯:strhni£w 士特雷你阿哦詞類次數:動詞(2)
原文字根:參與
字義溯源:奢華,過奢華生活,變為任性,成為放縱;源自(στρῆνος)*=濫用,奢華),類似(στερεός)=堅硬的,徹底的)。
同義字:1) (σπαταλάω)貪戀酒色 2) (στρηνιάω)奢華 3) (τρυφάω)宴樂比較: (καταστρηνιάω)=放縱情慾
出現次數:總共(2);啓(2)
譯字彙編:
1) 過奢華生活(2) 啓18:7; 啓18:9