μετακινέω: Difference between revisions
Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau
(c2) |
(cc2) |
||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':metakinšw 姆他-企尼哦< | |sngr='''原文音譯''':metakinšw 姆他-企尼哦<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':(以後)移-(去) 相當於: ([[מוּשׁ]]‎) ([[שׂוּג]]‎)<br />'''字義溯源''':移到別處去,挪動,移;由([[μετά]])*=同)與([[κινέω]])=移動)組成;而 ([[κινέω]])出自([[εἰμί]])X*=行走,去)<br />'''出現次數''':總共(1);西(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 挪動(1) 西1:23 | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 3 October 2019
English (LSJ)
A shift, remove, τινὰ ἐκ τῆς τάξιος Hdt.9.74; τι IG5(1).1390.186 (Andania, i B. C.):—Med., go from one place to another, Hdt. 9.51; μεταβάλλον καὶ -ούμενον γίγνεται πᾶν Pl.Lg.894a :—Pass., Hdt.1.51, Arist.GC315b14. 2 change, alter, μ. τὴν πάτριον πολιτείαν D.23.205, cf. X.Lac.15.1 (Pass.); ῥᾷον ἔθος μετακινῆσαι φύσεως Arist.EN1152a30; ἡ τομὴ μετεκινήθη the time of cutting was altered, Thphr.HP4.11.5.
German (Pape)
[Seite 147] vom Platze rücken u. anderswohin bringen, ἵνα μιν οἱ πολέμιοι μετακινῆσαι μὴ δυναίατο, Her. 9, 74. – Pass. od. med. sich fortbewegen, Her. 9, 51; μεταβάλλον καὶ μετακινούμενον γίγνεται τὸ πᾶν, Plat. Legg. X, 894 a; Sp., μετακινητέα ἡμῖν καὶ ἡ Οἴτη, Luc. Conv. 5; Plut. – Adj. verb. μετακινητός, umzuändern, ὁμολογία, Thuc. 5, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μετακῑνέω: μετακινῶ, μεταθέτω, Ἡρόδ. 1. 51., 9. 74. - Μέσ., ἀπέρχομαι ἐξ ἑνὸς εἰς ἕτερον, ὁ αὐτ. 9. 51. - Παθ., μετατίθεμαι, μετακινοῦμαι, Πλάτ. Νόμ. 894Α, Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 2, 5. 2) μεταβάλλω, τροποποιῶ, ἀλλοιῶ, μ. τὴν πολιτείαν, Δημ. 686. 26, πρβλ. Ξεν. Λακ. 15, 1, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 10, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 changer de place, déplacer, acc. ; Pass. se déplacer, abs. s’éloigner;
2 changer, bouleverser.
Étymologie: μετά, κινέω.
Spanish
English (Strong)
from μετά and κινέω; to stir to a place elsewhere, i.e. remove (figuratively): move away.
English (Thayer)
μετακίνω: to move from a place, to move away: Herodotus down; passive present participle μετακινουμενος; tropically, ἀπό τῆς ἐλπίδος, from the hope which one holds, on which one rests, Colossians 1:23.
Greek Monotonic
μετακῑνέω: μέλ. -ήσω,
1. αλλάζω θέση σε κάτι, μετατοπίζω, απομακρύνω, σε Ηρόδ. — Μέσ., πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, στον ίδ.
2. αλλάζω, τροποποιώ, τὴν πολιτείαν, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μετακῑνέω:
1) перемещать, передвигать (μετεκινήθησαν οἱ κρητῆρες Her.);
2) сдвигать с места, оттеснять (τινα ἐκ τῆς τάξιος Her.);
3) (из)менять, переделывать (τὴν πολιτείαν Dem., Plut.; βουλόμενος εἰδέναι εἰ ἔτι μετακινητὴ εἴη ἡ ὁμολογία Thuc.).
Middle Liddell
fut. ήσω
1. to transpose, shift, remove, Hdt.:— Mid. to go from one place to another, Hdt.
2. to change, alter, τὴν πολιτείαν Dem.
Chinese
原文音譯:metakinšw 姆他-企尼哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(以後)移-(去) 相當於: (מוּשׁ) (שׂוּג)
字義溯源:移到別處去,挪動,移;由(μετά)*=同)與(κινέω)=移動)組成;而 (κινέω)出自(εἰμί)X*=行走,去)
出現次數:總共(1);西(1)
譯字彙編:
1) 挪動(1) 西1:23