помогать: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(5) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[παρεπικουρέω]], [[ἐπιστατέω]], [[συνεπικουρέω]], [[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεκπονέω]], [[συνευπορέω]], [[συνεργέω]], [[συνδράω]], [[σύνειμι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἀκέομαι]], [[συμπαραστατέω]], [[συγχορηγέω]], [[συμπροξενέω]], [[χραισμέω | |rueltext=[[πάρειμι]], [[ῥέζω]], [[διακονέω]], [[συμπάρειμι]], [[συμμάχομαι]], [[συμφέρω]], [[ἀνίστημι]], [[συμπαραγίγνομαι]], [[κουφίζω]], [[παρεπικουρέω]], [[ἐπιστατέω]], [[συνεπικουρέω]], [[συντελέω]], [[συνηρετμέω]], [[συνεπιλαμβάνω]], [[συνεκπονέω]], [[συνευπορέω]], [[συνεργέω]], [[συνδράω]], [[σύνειμι]], [[ἐξακέομαι]], [[ἀκέομαι]], [[συμπαραστατέω]], [[συγχορηγέω]], [[συμπροξενέω]], [[χραισμέω]], [[ἀρήγω]], [[συναντιλαμβάνομαι]], [[ὀνίνημι]], [[συνωφελέω]], [[ἐπικουρέω]], [[ἐπαρκέω]], [[ἐπιβοηθέω]], [[ἐπιβωθέω]], [[προσαρκέω]], [[προσωφελέω]], [[ὑπηρετέω]], [[συλλαμβάνω]], [[συναγωνίζομαι]], [[συμπραγματεύομαι]], [[συμποιέω]], [[συμμαχέω]], [[συγκάμνω]], [[συμπράσσω]], [[συμπράττω]], [[συμπρήσσω]], [[συνέρδω]], [[συνυπουργέω]], [[συνεργοπονέω]], [[βοηθέω]], [[τιμωρέω]], [[παραστατέω]], [[ἐπισπεύδω]], [[συγκατεργάζομαι]], [[προφέρω]], [[κοινωνέω]], [[ἐξαρκέω]], [[συνάπτω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:12, 15 October 2019
Russian > Greek
πάρειμι, ῥέζω, διακονέω, συμπάρειμι, συμμάχομαι, συμφέρω, ἀνίστημι, συμπαραγίγνομαι, κουφίζω, παρεπικουρέω, ἐπιστατέω, συνεπικουρέω, συντελέω, συνηρετμέω, συνεπιλαμβάνω, συνεκπονέω, συνευπορέω, συνεργέω, συνδράω, σύνειμι, ἐξακέομαι, ἀκέομαι, συμπαραστατέω, συγχορηγέω, συμπροξενέω, χραισμέω, ἀρήγω, συναντιλαμβάνομαι, ὀνίνημι, συνωφελέω, ἐπικουρέω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπιβωθέω, προσαρκέω, προσωφελέω, ὑπηρετέω, συλλαμβάνω, συναγωνίζομαι, συμπραγματεύομαι, συμποιέω, συμμαχέω, συγκάμνω, συμπράσσω, συμπράττω, συμπρήσσω, συνέρδω, συνυπουργέω, συνεργοπονέω, βοηθέω, τιμωρέω, παραστατέω, ἐπισπεύδω, συγκατεργάζομαι, προφέρω, κοινωνέω, ἐξαρκέω, συνάπτω