стремительный: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
(ru-m-18-oct)
m (Text replacement - "]] ;;" to "]],")
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[λαβρόσυτος]] ;; [[ἄητος]] ;; [[περισπερχής]] ;; [[ὠκυδίνητος]] ;; [[ταχύπορος]] ;; [[ταχύρροθος]] ;; [[κραιπνόσυτος]] ;; [[λαβροπόδης]] ;; [[ὠκυδρόμος]] ;; [[ὠκύδρομος]] ;; [[ὠκυβόλος]] ;; [[ταχύπομπος]] ;; [[κραιπνοφόρος]] ;; [[ὠκυπέτης]] ;; [[ποδώκης]] ;; [[λαιψηρός]] ;; [[ὠκύπορος]] ;; [[ὠκύαλος]] ;; [[καρπάλιμος]] ;; [[ὠκύς]] ;; [[θοός]] ;; [[αἰψηροκέλευθος]] ;; [[ταχινός]] ;; [[χειμάρροος]] ;; [[χειμάρρους]] ;; [[χείμαρρος]] ;; [[παλίντονος]] ;; [[αἰπήεις]] ;; [[σύντομος]] ;; [[πτερωτός]] ;; [[καταιβάτης]] ;; [[ἰσχυρός]] ;; [[σύντονος]] ;; [[ἔντονος]] ;; [[ἠνεμόεις]] ;; [[ἀνεμόεις]] ;; [[ἐμμεμαώς]] ;; [[ἐπίσσυτος]] ;; [[ὀξύς]] ;; [[ἀργεστής]] ;; [[ὑβριστής]] ;; [[κραιπνός]] ;; [[λάβρος]] ;; [[ἀκαμαντόπους]] ;; [[ἀελλόπους]] ;; [[ἀελλόπος]] ;; [[ἴφθιμος]] ;; [[ἁμιλλητήρ]] ;; [[κατάφορος]] ;; [[πολυάϊξ]] ;; [[ἐπαιγίζων]] ;; [[σπερχνός]] ;; [[σοβαρός]] ;; [[θοῦρος]] ;; [[ἰταμός]] ;; [[ῥαγδαῖος]] ;; [[βολαῖος]] ;; [[ἐπισπερχής]] ;; [[ἐπιδρομικός]] ;; [[ἐσσύμενος]] ;; [[ὁρμητικός]] ;; [[ὁρματικός]] ;; [[αἰθυκτήρ]] ;; [[ἐνεργός]] ;; [[αἰπύς]] ;; [[προπετής]]
|rueltext=[[λαβρόσυτος]], [[ἄητος]], [[περισπερχής]], [[ὠκυδίνητος]], [[ταχύπορος]], [[ταχύρροθος]], [[κραιπνόσυτος]], [[λαβροπόδης]], [[ὠκυδρόμος]], [[ὠκύδρομος]], [[ὠκυβόλος]], [[ταχύπομπος]], [[κραιπνοφόρος]], [[ὠκυπέτης]], [[ποδώκης]], [[λαιψηρός]], [[ὠκύπορος]], [[ὠκύαλος]], [[καρπάλιμος]], [[ὠκύς]], [[θοός]], [[αἰψηροκέλευθος]], [[ταχινός]], [[χειμάρροος]], [[χειμάρρους]], [[χείμαρρος]], [[παλίντονος]], [[αἰπήεις]], [[σύντομος]], [[πτερωτός]], [[καταιβάτης]], [[ἰσχυρός]], [[σύντονος]], [[ἔντονος]], [[ἠνεμόεις]], [[ἀνεμόεις]], [[ἐμμεμαώς]], [[ἐπίσσυτος]], [[ὀξύς]], [[ἀργεστής]], [[ὑβριστής]], [[κραιπνός]], [[λάβρος]], [[ἀκαμαντόπους]], [[ἀελλόπους]], [[ἀελλόπος]], [[ἴφθιμος]], [[ἁμιλλητήρ]], [[κατάφορος]], [[πολυάϊξ]], [[ἐπαιγίζων]], [[σπερχνός]], [[σοβαρός]], [[θοῦρος]], [[ἰταμός]], [[ῥαγδαῖος]], [[βολαῖος]], [[ἐπισπερχής]], [[ἐπιδρομικός]], [[ἐσσύμενος]], [[ὁρμητικός]], [[ὁρματικός]], [[αἰθυκτήρ]], [[ἐνεργός]], [[αἰπύς]], [[προπετής]]
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 18 October 2019

Russian > Greek

λαβρόσυτος, ἄητος, περισπερχής, ὠκυδίνητος, ταχύπορος, ταχύρροθος, κραιπνόσυτος, λαβροπόδης, ὠκυδρόμος, ὠκύδρομος, ὠκυβόλος, ταχύπομπος, κραιπνοφόρος, ὠκυπέτης, ποδώκης, λαιψηρός, ὠκύπορος, ὠκύαλος, καρπάλιμος, ὠκύς, θοός, αἰψηροκέλευθος, ταχινός, χειμάρροος, χειμάρρους, χείμαρρος, παλίντονος, αἰπήεις, σύντομος, πτερωτός, καταιβάτης, ἰσχυρός, σύντονος, ἔντονος, ἠνεμόεις, ἀνεμόεις, ἐμμεμαώς, ἐπίσσυτος, ὀξύς, ἀργεστής, ὑβριστής, κραιπνός, λάβρος, ἀκαμαντόπους, ἀελλόπους, ἀελλόπος, ἴφθιμος, ἁμιλλητήρ, κατάφορος, πολυάϊξ, ἐπαιγίζων, σπερχνός, σοβαρός, θοῦρος, ἰταμός, ῥαγδαῖος, βολαῖος, ἐπισπερχής, ἐπιδρομικός, ἐσσύμενος, ὁρμητικός, ὁρματικός, αἰθυκτήρ, ἐνεργός, αἰπύς, προπετής