κράτημα: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kratima | |Transliteration C=kratima | ||
|Beta Code=kra/thma | |Beta Code=kra/thma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[support]], of a bandage, Gal.18(2).538, Heracl. ap. <span class="bibl">Orib.48.15.3</span>, Heliod.ib.<span class="bibl">27.3</span>; [[fulcrum]], Id.ib.<span class="bibl">49.19.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[support]], of a bandage, Gal.18(2).538, Heracl. ap. <span class="bibl">Orib.48.15.3</span>, Heliod.ib.<span class="bibl">27.3</span>; [[fulcrum]], Id.ib.<span class="bibl">49.19.2</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[grasp]], [[grip]] of the hand, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Par.Ptol.</span>36</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[handle]], Sch.<span class="bibl">Luc. <span class="title">JTr.</span>31</span>, <span class="bibl"><span class="title">Icar.</span>10</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:06, 29 June 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A support, of a bandage, Gal.18(2).538, Heracl. ap. Orib.48.15.3, Heliod.ib.27.3; fulcrum, Id.ib.49.19.2. 2 grasp, grip of the hand, Procl.Par.Ptol.36. 3 handle, Sch.Luc. JTr.31, Icar.10.
Greek (Liddell-Scott)
κράτημα: τό, ὑποστήριγμα, ἐπὶ ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 232, Ἀρχ. Χειρουγ. 172. 2) λαβή, «χεροῦλι», Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. 36, Εὐστ. 115. 21.
Greek Monolingual
το (AM κράτημα, Μ και κράτημαν) κρατώ
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρατώ, το βάσταγμα, το πιάσιμο (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το κράτημα τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ κράτημα τῆς χειρός», Πρόκλ.)
2. αυτό από το οποίο κρατάει κάποιος κάτι, λαβή, χερούλι («πιάσε το μπαούλο από το κράτημα για να το μεταφέρουμε»)
νεοελλ.
1. η ιδιότητα του κάθε αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς του στο έδαφος, ειδικά όταν κινείται με μεγάλη ταχύτητα στις στροφές, η πρόσφυση
2. φρ. «κράτημα τών τιμών» — η συγκράτηση τών τιμών, η διατήρηση τών τιμών σε σταθερό ύψος
νεοελλ.-μσν.
1. συγκράτηση
2. ένα από τα 40 άφωνα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής
3. στον πληθ. τα κρατήματα
εκκλησιαστικά μέλη της παπαδικής τα οποία χρησιμοποιούν συλλαβές χωρίς γραμματική σημασία, όπως τερεμέμ, νενενά, πιθανώς κατά μίμηση μουσικών οργάνων, και τα οποία παρατείνουν τις κυρίως συνθέσεις όταν υπάρχει λειτουργικός λόγος
μσν.
1. παρακράτηση
2. δέσμευση, υποχρέωση
3. ιδιοκτησία, κτήμα
4. αυτό που αποκτάται από νίκη, το κέρδος, το απόκτημα
αρχ.
1. η συγκράτηση ενός μέλους του σώματος με επίδεσμο ή με άλλο μέσο
2. μτφ. αυτό που κρατείται, δηλ. που δεν δηλώνεται, που αποκρύπτεται στον λόγο, στη φραστική διατύπωση, επομένως το πανούργημα, το σόφισμα που υπάρχει στον λόγο
3. γραμμ. (για λέξεις) το παράγωγο.