καθάρειος: Difference between revisions
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kathareios | |Transliteration C=kathareios | ||
|Beta Code=kaqa/reios | |Beta Code=kaqa/reios | ||
|Definition=later καθάριος [<b class="b3">θᾰ], ον,</b> (καθαρός) of persons, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=later καθάριος [<b class="b3">θᾰ], ον,</b> (καθαρός) of persons, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[cleanly]], [[neat]], [[tidy]], τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον <span class="bibl">Arist.<span class="title">Rh.</span>1381b1</span>: <b class="b3">-ιώτατόν</b> (v.l. [[-ειότατόν]]) <b class="b3"> ἐστιτὸ ζῷον</b> (i.e. the bee) <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>626a24</span>; καθάρειοι ταῖς διαίταις <span class="bibl">D.S.5.33</span> (<b class="b3">καθάριοι</b> codd.); <b class="b3">οἱ καθαρειότεροι</b> [[decent]], [[respectable]] men, Phld.<span class="title">Rh.</span>2.150S., <span class="bibl">Hierocl. p.63A.</span> (<b class="b3">-ριώτ-, -ρώτ-</b> codd., em. Meineke); of things, ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.<span class="title">Phasm.Fr.</span>2; <b class="b3">καθαριώτερα</b> (or <b class="b3">-ειότερα</b>) ὅπλα <span class="bibl">Plb. 11.9.5</span>; <b class="b3">τὸ κ</b>., [[daintiness]], of food, Plu.2.663c; <b class="b3">κ. ἄρτος</b> [[white]] bread, <span class="bibl"><span class="title">Sammelb.</span>5730</span> (iv/v A.D., sg.), <span class="title">PMag.Lond.</span>46.230 (pl.); <b class="b3">βίος, δίαιτα καθάρειος</b>, [[refined]], <span class="bibl">Ath.3.74d</span>, <span class="title">Carm.Aur.</span>35; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται <span class="bibl">Men.841</span> (<b class="b3">καθαρά</b> codd.). Adv. <b class="b3">-είως</b> [[cleanly]], [[tidily]], ἐγχέουσιν <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>1.3.8</span>, cf. <span class="bibl">Posidon.15J.</span>, Dsc.1.44; [[neatly]], κ. εἰργασμένος <span class="bibl">Ph.<span class="title">Bel.</span>76.27</span>; [[clearly]], ὑποδεῖξαι <span class="bibl">Plb.15.5.5</span>; also, [[frugally]], μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως <span class="bibl">Eub.110.1</span>, <span class="bibl">Ephipp.15.3</span>, <span class="bibl">Nicostr.6.2</span>; ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον <span class="bibl">Amphis35</span>; μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς <span class="bibl">Str.3.3.6</span>; [[irreproachably]], <b class="b3">ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως</b> (sic) <span class="title">AJA</span>17.31 (Sardes, i B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> Gramm. of language, [[pure]], [[correct]], <b class="b3">ὄνομα</b> Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>244</span>; <b class="b3">οἱ κ</b>. [[purists]], Archig. ap. Gal.8.578. [<b class="b3">-ειος</b> is written in Phld.<span class="title">Rh.</span> l.c. (Comp.), <span class="bibl"><span class="title">PSI</span>3.158.50</span> (Comp., iii A.D.), Phld.<span class="title">D.</span>3.8, <span class="title">PMag.Lond.</span> l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., <span class="title">Carm.Aur.</span>, Il.cc.: <b class="b3">-ιος</b> never.] <b class="b3">-ειότης</b>, later καθᾰριότης, ητος, ἡ, [[cleanliness]], [[neatness]], <span class="bibl">Hdt.2.37</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>2.1.22</span>; [[purity]], διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1176a1</span>, cf. <span class="bibl">1177a26</span>; τοῦ ἀέρος <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Sens.</span>48</span>; [[purity]] of language, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lyc.</span>21</span>, <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>1.176</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> <b class="b2">scrupulousness, moral integrity</b>, IG4.1 (Aegina, ii B.C.), <span class="title">OGI</span>339.14 (Sestos, ii B.C.). </span><span class="sense"> <span class="bld">3</span> [[elegance]], [[refinement]], <b class="b3">τῇ κ. Κυπρίους… [ὑπερέβαλε</b>] <span class="bibl">Duris 10J.</span>; opp. <b class="b3">περιεργία</b>, Plu.2.693b, cf. 142a, <span class="bibl"><span class="title">Crass.</span>3</span>; opp. <b class="b3">λιτότης</b>, <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>17p.457M.</span>; also, [[simplicity]], [[frugality]], τῆς διαίτης Plu.2.644c; <b class="b2">economy of movement</b> in a surgeon's hand, ib.67e.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:59, 30 June 2020
English (LSJ)
later καθάριος [θᾰ], ον, (καθαρός) of persons,
A cleanly, neat, tidy, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Arist.Rh.1381b1: -ιώτατόν (v.l. -ειότατόν) ἐστιτὸ ζῷον (i.e. the bee) Id.HA626a24; καθάρειοι ταῖς διαίταις D.S.5.33 (καθάριοι codd.); οἱ καθαρειότεροι decent, respectable men, Phld.Rh.2.150S., Hierocl. p.63A. (-ριώτ-, -ρώτ- codd., em. Meineke); of things, ἐὰν ἡ σκευασία καθάρ<ε>ιος ᾖ Men.Phasm.Fr.2; καθαριώτερα (or -ειότερα) ὅπλα Plb. 11.9.5; τὸ κ., daintiness, of food, Plu.2.663c; κ. ἄρτος white bread, Sammelb.5730 (iv/v A.D., sg.), PMag.Lond.46.230 (pl.); βίος, δίαιτα καθάρειος, refined, Ath.3.74d, Carm.Aur.35; εἰς τὰ καθάρεια λιμὸς εἰσοικίζεται Men.841 (καθαρά codd.). Adv. -είως cleanly, tidily, ἐγχέουσιν X.Cyr.1.3.8, cf. Posidon.15J., Dsc.1.44; neatly, κ. εἰργασμένος Ph.Bel.76.27; clearly, ὑποδεῖξαι Plb.15.5.5; also, frugally, μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Eub.110.1, Ephipp.15.3, Nicostr.6.2; ἔχειν καθαρ<ε>ίως ἐγχελύδιον Amphis35; μονοτροφοῦντες καθαρίως καὶ λιτῶς Str.3.3.6; irreproachably, ἀναστραφεὶς ἀνδρήως καὶ καθαρήως (sic) AJA17.31 (Sardes, i B.C.). II Gramm. of language, pure, correct, ὄνομα Sch.Ar.Ach.244; οἱ κ. purists, Archig. ap. Gal.8.578. [-ειος is written in Phld.Rh. l.c. (Comp.), PSI3.158.50 (Comp., iii A.D.), Phld.D.3.8, PMag.Lond. l.c., and required by metre in Eub., Nicostr., Carm.Aur., Il.cc.: -ιος never.] -ειότης, later καθᾰριότης, ητος, ἡ, cleanliness, neatness, Hdt.2.37, X.Mem.2.1.22; purity, διαφέρει ἡ ὄψις ἁφῆς καθαρειότητι Arist.EN1176a1, cf. 1177a26; τοῦ ἀέρος Thphr.Sens.48; purity of language, Plu.Lyc.21, S.E. M.1.176. 2 scrupulousness, moral integrity, IG4.1 (Aegina, ii B.C.), OGI339.14 (Sestos, ii B.C.). 3 elegance, refinement, τῇ κ. Κυπρίους… [ὑπερέβαλε] Duris 10J.; opp. περιεργία, Plu.2.693b, cf. 142a, Crass.3; opp. λιτότης, Hierocl.in CA17p.457M.; also, simplicity, frugality, τῆς διαίτης Plu.2.644c; economy of movement in a surgeon's hand, ib.67e.
German (Pape)
[Seite 1281] = καθάριος; πῦρ Eur. I. A. 1112, wenn die Lesart richtig ist; βίος Ath. III, 74 d. – Adv., Ath. IV, 152 a; im Ggstz von πολυτελῶς, mäßig u. anständig, Eubul. Ath. VII, 311 d, wie Nicostrat. ib. II, 65 d. S. καθάριος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρειος: καὶ καθάριος, ον, (καθαρὸς) ἐπὶ προσώπων, καθαρός, ἀγαπῶν τὴν καθαριότητα, κομψός, Λατ. mundus, τοὺς καθαρείους περὶ ὄψιν, περὶ ἀμπεχόνην, περὶ ὅλον τὸν βίον Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 15· καθαριώτατόν ἐστι τὸ ζῷον (δηλ. ἡ μέλισσα), ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 40· καθάριος ἀκολουθίσκος Ποσειδώνιος παρ’ Ἀθην. 550Α· καθάριος τῇ διαίτῃ Διόδ. 5. 33· οἱ καθαριώτεροι Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 492.2· οὕτως ἐπὶ πραγμάτων, ἐὰν ἡ σκευασία καθάριος ᾖ Μένανδρ. ἐν «Φάσματι» 1· καθαριώτερα (ἢ -ειότερα) ὅπλα Πολύβ. 11. 9, 5· βρώματα καθαριώτατα Πλούτ. 2.106C· βίος, δίαιτα καθάρειος Ἀθήν. 74D, Πυθαγ. Χρυσᾶ Ἔπη 35· εἰς τὰ καθάρεια (κοινῶς καθαρά) Meineke Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 290. _ καθάριον, τό, καθαρτικόν, Πάπυρ. Ὀξυρρυγχ. Grenfell καὶ Hunt. τ. Ι καὶ ΙΙ (1898-1899): - οὕτως Ἐπίρρ., καθαρείως, μὲ καθαριότητα, καθαρείως ἐγχέουσιν Ξεν. Κύρ. 1. 3, 8, πρβλ. Ἀθήν. 152Α· μὴ πολυτελῶς, ἀλλὰ καθαρείως Ἄμφις ἐν Φιλεταίρῳ» 1· καθαρίως καὶ λιτῶς Στράβ. 154. ΙΙ. ἐπὶ ὕφους, καθαρός, καθαρεύων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 244. - Ὁ Cobet, V. LL. σ.82, πιστεύει ὅτι ὁ γνήσιος Ἀττ. τύπος εἶναι καθάρειος, ουχὶ -ιος· παρὰ Νικοστρ. καὶ Εὐβούλῳ ἔνθ’ ἀνωτ., τὸν τύπον τοῦτον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον, ἀλλ’ οὐδέποτε συμβαίνει τοῦτο διὰ τὸν τύπον καθάριος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
pur, propre.
Étymologie: καθαρός.
Spanish
blanco, no integral, con pureza
Greek Monolingual
καθάρειος, -ον (Α)
βλ. καθάριος.
Greek Monotonic
κᾰθάρειος: και καθάριος, -ον (καθαρός), λέγεται για πρόσωπα, αυτός που αγαπά την καθαριότητα, καθαρός, τακτικός, κομψός, τακτικός, νοικοκυρεμένος, Λατ. mundus, σε Αριστ.· επίρρ. -είως ή -ίως, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθάρειος: Arst. = καθάριος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθάρειος en καθάριος -ον [καθαρός] keurig, schoon:; καθάριοι περὶ ὄψιν keurige verschijningen Aristot. Rh. 1381b 1; adv.: καθαρείως ἐγχέουσιν zij schenken in zonder te morsen Xen. Cyr. 1.3.8.
Middle Liddell
καθαρός
of persons, cleanly, neat, nice, tidy, Lat. mundus, Arist.:—adv. -είως or -ίως, Xen., etc.