εὐπαράγωγος: Difference between revisions
ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efparagogos | |Transliteration C=efparagogos | ||
|Beta Code=eu)para/gwgos | |Beta Code=eu)para/gwgos | ||
|Definition=[<b class="b3">ᾰγ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">ᾰγ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[easy to bring into place]], ὀστέα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Fract.</span>6</span>; [[flexible]], αὐχήν <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b2">easy to lead by the nose, easy to lead astray</b>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1115</span> (lyr.); ἐλπίς <span class="bibl">Pl.<span class="title">Ti.</span>69d</span>; [[credulous]], νόσος <span class="bibl">Philostr.<span class="title">VA</span>7.39</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> Act., [[seductive]], [[alluring]], <b class="b3">λόγος, πλάσματα</b>, <span class="bibl">Ph.1.268</span>, <span class="bibl">2.481</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:35, 30 June 2020
English (LSJ)
[ᾰγ], ον,
A easy to bring into place, ὀστέα Hp.Fract.6; flexible, αὐχήν Aret.SD1.8. II easy to lead by the nose, easy to lead astray, Ar.Eq.1115 (lyr.); ἐλπίς Pl.Ti.69d; credulous, νόσος Philostr.VA7.39. 2 Act., seductive, alluring, λόγος, πλάσματα, Ph.1.268, 2.481.
German (Pape)
[Seite 1086] leicht vorbei-, wegzuführen, z. B. ὀστέα εἰς κατόρθωσιν, leicht wieder in die richtige Lage zu bringen, Hippocr. u. Sp. Dah. leicht zu verführen, zu täuschen, Ar. Equ. 1115; ἐλπίς Plat. Tim. 69 d; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπαράγωγος: -ον, εὐκόλως φερόμενος εἴς τινα τόπον, ὀστέα Ἱππ. π. Ἀγμ. 755. ΙΙ. εὐκόλως παρασυρόμενος, ἀποπλανώμενος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1115, Πλάτ. Τίμ. 69D. 2) ἐνεργ., ἀπατηλός, δελεαστικός, Φίλων 2. 481.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 facile à remettre en place (os, membre, etc.);
2 facile à tromper;
II. qui séduit.
Étymologie: εὖ, παράγω.
Greek Monolingual
εὐπαράγωγος, -ον και εὐπαραγωγός, -όν (Α)
1. αυτός που μεταφέρεται εύκολα σε κάποιον τόπο, ο ευκολομετακίνητος
2. αυτός που παρασύρεται, που αποπλανάται εύκολα, ο ευκολοπάτητος
3. εύκαμπτος, ευλύγιστος
4. αυτός που απατά εύκολα, ο απατηλός
5. (κατ' επέκτ.) δελεαστικός, ελκυστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημασία «αυτός που μετακινείται εύκολα» < ευ + παρ-άγωγος
με τη σημασία «αυτός που παρασύρεται εύκολα» < ευ + παρ-αγωγός].
Greek Monotonic
εὐπαράγωγος: -ον (παράγω), αυτός που εύκολα παρασύρεται, παραστρατεί, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπαράγωγος: легко обманываемый, без труда вводимый в заблуждение (δῆμος Arph.; ἐλπίς Plat.).