δέλτα: Difference between revisions
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=delta | |Transliteration C=delta | ||
|Beta Code=de/lta | |Beta Code=de/lta | ||
|Definition=τό, indecl., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[the letter]] <b class="b3">δέλτα</b>: gen. δέλτατος <span class="bibl">Democr.20</span>. (Hebr. <b class="b2">dāleth</b> 'door'.) </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[anything shaped like a]] <b class="b3">Δ</b>, esp. | |Definition=τό, indecl., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[the letter]] <b class="b3">δέλτα</b>: gen. δέλτατος <span class="bibl">Democr.20</span>. (Hebr. <b class="b2">dāleth</b> 'door'.) </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[anything shaped like a]] <b class="b3">Δ</b>, esp. [[island formed by the mouths of a large river]], as the Nile, <span class="bibl">Hdt.2.13</span>, etc.; of the Indus, <span class="bibl">Str.15.1.33</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>5.4.1</span>, etc. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> adverbially, δ. παρατετιλμέναι <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>151</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">III</span> = [[δελτωτόν]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>27</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 20:30, 30 June 2020
English (LSJ)
τό, indecl.,
A the letter δέλτα: gen. δέλτατος Democr.20. (Hebr. dāleth 'door'.) II anything shaped like a Δ, esp. island formed by the mouths of a large river, as the Nile, Hdt.2.13, etc.; of the Indus, Str.15.1.33, Arr.An.5.4.1, etc. 2 adverbially, δ. παρατετιλμέναι Ar.Lys.151. III = δελτωτόν, Ptol.Tetr.27.
German (Pape)
[Seite 544] τό, indecl., 1) der vierte Buchstab des griechischen Alphabets, Xen. Mem. 4, 2, 13, s. oben δ. – 2) der zwischen den Nilarmen liegende Theil Unterägyptens, von seiner dreieckigen Gestalt, Her. u. A. – 3) = αἰδοῖον γυναικεῖον, Ar. Lys. 151.
Greek (Liddell-Scott)
δέλτα: τό, ἄκλιτ., ἴδε ἐν Δ δ· γεν. δέλτατος ἐν Α. Β. 781. ΙΙ. πᾶν τὸ ἔχων σχῆμα Δ, ἰδίως ὄνομα τῶν νήσων, ἃς σχηματίζουσι τὰ στόμια μεγάλων ποταμῶν, οἷον τοῦ Νείλου, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.· τοῦ Ἰνδοῦ, Στράβων 701, Ἀρρ. 5. 4, κτλ, 2) τὸ γυναικεῖον αἰδοῖον, Ἀριστοφ. Λυσ. 151.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
indécl.
I. delta, 4ᵉ lettre de l’alphabet grec (v. Δ, δ);
II. p. anal.
1 pays en forme de Δ : le delta des bouches du Nil ; le delta de Thrace, près du Bosphore;
2 pubis de la femme Eust..
Étymologie: emprunt sémit. ; cf. hébr. daleth « porte ».
Greek Monolingual
το (AM δέλτα)
1. το τέταρτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου
2. κάθε τι που έχει το σχήμα ισόπλευρου ή ισοσκελούς τριγώνου
3. τριγωνική προσχωματική ζώνη που σχηματίζεται στις εκβολές ποταμών («το δέλτα του Νείλου»)
νεοελλ.
1. φυσ. κράμα μετάλλων (χαλκού, σιδήρου, μολύβδου κ.ά.) που δύσκολα οξειδώνεται και χρησιμοποιείται για την κατασκευή ελίκων πλοίων και άλλων μηχανημάτων
2. ναυτ. ο πλωτήρας του κοινού δρομόμετρου, το δελτωτό
μσν.
εκκλ. «δέλτα μυστικόν» — τρίγωνο που περιβάλλεται από ακτίνες, στο οποίο ζωγραφίζεται ο οφθαλμός του Θεού ή αναγράφεται στα Εβραϊκά το όνομα του Ιεχωβά
αρχ.
1. το γυναικείο αιδοίο
2. ο αστερισμός του τριγώνου, το δελτωτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < dāleth του βορειοσημιτικού (φοινικικού) αλφαβήτου].
Greek Monotonic
δέλτα: τό,
I. άκλιτο δέλτα, βλ. Δ, δ.
II. οτιδήποτε έχει το σχήμα του· ονομασία μικρών νησιών που σχηματίζονται από τις εκβολές μεγάλων ποταμών, όπως του Νείλου, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
δέλτα: τό indecl.
1) дельта (четвертая буква греч. алфавита - Δ, δ);
2) дельта (реки) (sc. τοῦ Νείλου Her., Plat.);
3) дельтовидный полуостров (τὸ Δ. τῆς Θρᾴκης Xen.);
4) Arph. = γυναικεῖον αἰδοῖον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δέλτα, τό, meestal indecl., gen. ook δέλτατος delta (vierde letter van het Griekse alfabet). uitbr., van zaken met delta-vorm, meestal voor de delta van rivieren; seks.: δέλτα παρατετιλμέναι met geëpileerde delta (vrl. schaamdelen) Aristoph. Lys. 151.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: hte letter delta, delta of a river
Other forms: Gen. δέλτατος Demokr. 20; further uninflected.
Derivatives: δελτωτός formed like the δέλτα (Arat., Eratosth.).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: From Semitic; cf. Hebr. dāleth, properly gate; s. Schwyzer 140 γ. Because of the formal identity referred to the Delta of the Nile (Hdt.), the Indus (Str., Arr.) and other rivers; also to the αἰδοῖον γυναικεῖον (Ar. Lys. 151); s. Schulze KZ 39, 612 = Kl. Schr. 365, Taillardat, Images d'Aristophane $ 120.; Old-indian parallel in Pischel KZ 41, 176ff.
Middle Liddell
1
indecl., fourth letter of the Gr. alph.: as numeral, δ' = τέσσαρες and τέταρτος, but ,δ = 4000.
I. δ is the medial dental mute, between the tenuis τ and the aspirate θ.
II. changes of δ in the dialects:
1. aeolic into β, as σάμβαλον for σάνδαλον:— reversely, ὀβελός becomes ὀδελός in doric
2. aeolic or doric into ζ, or ζ into δ and σδ, v. ζῆτα II. 2
3. into θ, as ψεῦδος ψύθος.
4. into λ, as δαήρ, Lat. levir, δάκρυ lacryma, δασύς λάσιος.
5. into ς, as ὀδμή ὀσμή, ἴδμεν ἴσμεν.
6. sometimes δ is inserted to give a fuller sound, (ἀνήρ) ἀνέρος ἀνδρός.
7. δ is sometimes lost, cf. διωγμός, δίωξις with ἰωκή.
8. it sometimes represents j. (y), as in ἤδη or δή, Lat. jam.
2
anything shaped like a Δ, a name for islands formed by the mouths of large rivers, as the Nile, Hdt.
Frisk Etymology German
δέλτα: {délta}
Grammar: n.,
Meaning: Gen. δέλτατος Demokr. 20, sonst unflektiert.
Derivative: Davon δελτωτός [[wie der Buchstabe δέλτα geformt]] (Arat., Eratosth.).
Etymology : Aus dem Semitischen; vgl. hebr. dāleth, eig. Tor; Einzelheiten bei Schwyzer 140 γ mit Lit. Wegen der formalen Ähnlichkeit auf das Delta des Nils (Hdt. usw.), des Indus (Str., Arr.) und anderer Flüsse übertragen; außerdem noch auf das αἰδοῖον γυναικεῖον (Ar. Lys. 151); dazu Schulze KZ 39, 612 = Kl. Schr. 365; altindische Parallele bei Pischel KZ 41, 176ff.
Page 1,361