ταρχύω: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tarchyo
|Transliteration C=tarchyo
|Beta Code=tarxu/w
|Beta Code=tarxu/w
|Definition=<span class="bibl">A.R.3.208</span>: fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ύσω <span class="bibl">Il.16.456</span>: Ep.aor. τάρχῡσα <span class="bibl">Q.S.1.801</span>, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>37.96</span>, Ep. ταρχ- <span class="bibl">A.R. 1.83</span>:—Pass., Ep. aor. <b class="b3">ταρχύθην [ῡ</b>] <span class="title">AP</span>7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι <span class="title">IG</span>14.1374:—<b class="b2">bury solemnly</b>, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι <span class="bibl">Il.7.85</span>; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε <span class="bibl">16.456</span>; θανοῦσαν . . τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.874.8 (Egypt): metaph., <b class="b3">οὔνομα τ</b>. <span class="title">AP</span>7.537 (Phan.). (Cf. <b class="b3">ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα</b>, and perh. <b class="b3">τριχῶσαι</b>: prob. not connected with [[ταριχεύω]] <b class="b3">. [ῡ</b> in all tenses.]</span>
|Definition=<span class="bibl">A.R.3.208</span>: fut. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> -ύσω <span class="bibl">Il.16.456</span>: Ep.aor. τάρχῡσα <span class="bibl">Q.S.1.801</span>, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>37.96</span>, Ep. ταρχ- <span class="bibl">A.R. 1.83</span>:—Pass., Ep. aor. <b class="b3">ταρχύθην [ῡ</b>] <span class="title">AP</span>7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι <span class="title">IG</span>14.1374:—[[bury solemnly]], ὄφρα ἓ ταρχύσωσι <span class="bibl">Il.7.85</span>; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε <span class="bibl">16.456</span>; θανοῦσαν . . τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας <span class="title">Supp.Epigr.</span>2.874.8 (Egypt): metaph., <b class="b3">οὔνομα τ</b>. <span class="title">AP</span>7.537 (Phan.). (Cf. <b class="b3">ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα</b>, and perh. <b class="b3">τριχῶσαι</b>: prob. not connected with [[ταριχεύω]] <b class="b3">. [ῡ</b> in all tenses.]</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:33, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταρχύω Medium diacritics: ταρχύω Low diacritics: ταρχύω Capitals: ΤΑΡΧΥΩ
Transliteration A: tarchýō Transliteration B: tarchyō Transliteration C: tarchyo Beta Code: tarxu/w

English (LSJ)

A.R.3.208: fut.

   A -ύσω Il.16.456: Ep.aor. τάρχῡσα Q.S.1.801, etc.:—Med., aor. ἐταρχῡσάμην Nonn.D.37.96, Ep. ταρχ- A.R. 1.83:—Pass., Ep. aor. ταρχύθην [ῡ] AP7.176 (Antiphil.); part. -θεῖσαν Lyc.369: pf. τετάρχῡμαι IG14.1374:—bury solemnly, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Il.7.85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε 16.456; θανοῦσαν . . τήνδ' ὑπὸ βῷλον ταρχύσας Supp.Epigr.2.874.8 (Egypt): metaph., οὔνομα τ. AP7.537 (Phan.). (Cf. ταρχάνιον, τάρχανον, τέρχνεα, and perh. τριχῶσαι: prob. not connected with ταριχεύω . [ῡ in all tenses.]

German (Pape)

[Seite 1072] (kürzere Form für ταριχεύω), feierlich bestatten, begraben; νέκυν, Il. 7, 85; ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε, 16, 456. 674; sp. D., wie Antiphil. (VII, 176), Ap. Rh. 2, 838, χθονὶ θηλυτέρας 3, 208, auch med., 4, 1500.

Greek (Liddell-Scott)

ταρχύω: μέλλ. -ύσω Ἰλ.: Ἐπικ. ἀόρ. τάρχῡσα Κόϊντ. Σμ. 1. 801, κλπ. - Μέσ., ἀόρ. ἐταρχῡσάμην Νόνν. Δ. 37. 96, Ἐπικ. ταρχ· Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 83. - Παθητ., Ἐπικ. ἀόρ. ταρχύθην [ῡ] Ἀνθ. Π. 7. 176, Λυκόφρ.· πρκμ. τετάρχῡμαι Welcker Syll. σ. 69. Θάπτω ἢ κηδεύω σεμνοπρεπῶς, ὄφρα ἓ ταρχύσωσι Ἰλ. Η. 85· ἓ ταρχύσουσι τύμβῳ τε στήλῃ τε Π. 456, 674· - μεταφορ., τ. οὔνομα Ἀνθ. Π. 7. 537. (Ἐντεῦθεν ἀτάρχυτος ὁ Ἡσύχ. ἔχει καὶ τάρχη = τάραξις· ταρχάνιον = ἐντάφιον· τάρχανον = πένθος, κῆδος· ἀλλὰ τὸ ταρχύω φαίνεται τύπος συντομώτερος τοῦ ταριχεύω, ὡς ταρχηρὸς ἀντὶ ταριχηρός). [ῡ ἐν ἅπασι τοῖς χρόνοις, Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 838, Γ. 208].

French (Bailly abrégé)

f. ταρχύσω, ao. ἐτάρχυσα, pf. inus.
Pass. ao. ἐταρχύθην, pf. τετάρχυμαι;
rendre les derniers devoirs : τινα à qqn ; τύμβῳ IL en lui élevant un tombeau.
Étymologie: DELG emprunt au lycien.

English (Autenrieth)

fut. ταρχύσουσι, aor. subj. ταρχῦσωσι: solemnly bury. (Il.)

Greek Monolingual

Α
θάβω, κηδεύω κάποιον σεμνοπρεπώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθανότατα για δάνειο από γλώσσα της Μικράς Ασίας. Κατά μία άποψη, το ρ. συνδέεται με τα θεωνύμια λυκιακά trqqas και λουβιτικά Tarhund-, που ανάγονται στη ρίζα του χεττιτ. ρ. tarh- «νικώ». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη, αρχική σημ. του ρ. ταρχύω θα ήταν η «φέρομαι σε κάποιον σαν σε θεό». Παράλληλα με το ρ. ταρχύω μαρτυρούνται και ορισμένοι τ., οι οποίοι πιθανότατα να μην είναι σωστά παραδεδομένοι: ταρχάνιον
ἐντάφιον, τέρχανον και τάρχανον
πένθος, τάρχεα, ταρχώματα, ταρχῶα, στερχανά, ἐπίταρχον. Η σύνδεση, τέλος, του ρ. με τα τάριχος, ταριχεύω δεν ικανοποιεί ούτε από μορφολογική ούτε και από σημασιολογική άποψη].

Greek Monotonic

ταρχύω: μέλ. ταρχύσω — Παθ., Επικ. αορ. ταρχύθην [ῡ], σε Ανθ.· θάβω σεμνοπρεπώς, κηδεύω με κατάνυξη, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ταρχύω: (ῡ) (aor. pass. ταρχύθην с ῡ Anth.) торжественно хоронить, погребать (τινὰ τύμβῳ Hom.).

Middle Liddell

ταρχύω,
to bury solemnly, Il.

Frisk Etymology German

ταρχύω: (A. R. 3, 208),
{tarkhúō}
Forms: Fut. -ύσω (H456 = 674), Aor.-ῦσαι (H85, Q.S. u.a.), Med. -ύσασθαι (A. R., Nonn.), Pass. -υθῆναι (Lyk., AP), Perf. Pass. τετάρχυμαι (sp. Versinschr.)
Grammar: v.
Meaning: bestatten;
Composita : ἀτάρχυτος unbestattet (Ps.-Phokyl., Lyk.).
Derivative: Daneben mehrere H.-glossen: ταρχάνιον· ἐντάφιον, ἐπίταρχον· ἐπιτάφιον, ἐντάφιον, τέρχανον· πένθος, κῆδος, τέρχνεα· ... ἐνταφια, στέρχανα· περίδειπνον. Ἠλεῖοι. Auch τάρχεα und ταρχώματα = τὰ νομισμένα τοῖς νεκροῖς (Sch. A und B zu H 85).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Seit langem (Curtius 729 mit Lobeck) zu τάριχος, -εύω einpökeln, einbalsamieren gezogen (so noch Specht Ursprung 165 f. mit unglaubhafter Wurzelanalyse und Nilsson Gr. Rel. 1, 375 A. 6), was sowohl formal wie semantisch auf Schwierigkeiten stößt, s. Hoffmann Festschr. Bezzenberger 81 f. Von anderen als orient. LW betrachtet, u. zw. zunächst zu lyk. trqqas, trqqñti, das als N. eines Gottes oder als Appellativum Gott auf luv. Tarḫund- N. des Wettergottes (zu heth. tarḫ- besiegen, bezwingen) zurückgeführt wird; urspr. Bed. somit deifizieren, wie einen Gott ehren? (Heubeck Praegraeca 81, Würzb. Jb. 4, 214 mit weiterer Lit., u.a. Blümel Glotta 15, 78ff. [m. ausführl. Behandlung], Kretschmer Glotta 28, 104ff.). Etwas abweichend Carratelli Arch. glottol. it. 39, 78ff.: Tarḫu- eig. ein chthoninischer Gott(?). — Noch anders Hoffmann a. O.: zu στορχάζειν einschließen.
Page 2,858-859