δείελος: Difference between revisions
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, ") |
|||
Line 38: | Line 38: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[of the afternoon]], [[of the evening]], m. [[evening]] (Od.)<br />Other forms: <b class="b3">δείελον</b> n. [[evening meal]] (Call.); denomin. <b class="b3">δειελιήσας</b> [[after the evening meal]] (ρ 599; after <b class="b3">ἑστιήσας</b>). WW(<b class="b3">-όν</b> Hdn.)<br />Derivatives: <b class="b3">δείλη</b> f. [[afternoon]], [[evening]] (also Φ 111 unless to be read <b class="b3">δειέλη</b>, Wackernagel Unt. 166; Hdt.) with <b class="b3">δειλινός</b> (LXX), <b class="b3">δειελινός</b> (Theoc.). - Doubtful denominative <b class="b3">δείλετο</b> (η 289; Aristarch for <b class="b3">δύσετο</b>); Schwyzer 722f. - Uncertain <b class="b3">εὔδειλος</b> (Alc. POxy. 2165 I 3) to <b class="b3">λόφος</b>; s. Gentili Maia 2 : 3, 1f.; cf. <b class="b3">εὑδείελος</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Uncertain. Solmsen Unt. 87ff. Skt. <b class="b2">doṣā́</b> [[evening]], Av. <b class="b2">daōšatara-</b> | |etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[of the afternoon]], [[of the evening]], m. [[evening]] (Od.)<br />Other forms: <b class="b3">δείελον</b> n. [[evening meal]] (Call.); denomin. <b class="b3">δειελιήσας</b> [[after the evening meal]] (ρ 599; after <b class="b3">ἑστιήσας</b>). WW(<b class="b3">-όν</b> Hdn.)<br />Derivatives: <b class="b3">δείλη</b> f. [[afternoon]], [[evening]] (also Φ 111 unless to be read <b class="b3">δειέλη</b>, Wackernagel Unt. 166; Hdt.) with <b class="b3">δειλινός</b> (LXX), <b class="b3">δειελινός</b> (Theoc.). - Doubtful denominative <b class="b3">δείλετο</b> (η 289; Aristarch for <b class="b3">δύσετο</b>); Schwyzer 722f. - Uncertain <b class="b3">εὔδειλος</b> (Alc. POxy. 2165 I 3) to <b class="b3">λόφος</b>; s. Gentili Maia 2 : 3, 1f.; cf. <b class="b3">εὑδείελος</b>.<br />Origin: XX [etym. unknown]<br />Etymology: Uncertain. Solmsen Unt. 87ff. Skt. <b class="b2">doṣā́</b> [[evening]], Av. <b class="b2">daōšatara-</b> [[lying towards the night]], [[westerly]], NPers. [[dōš]] [[last night]], IE <b class="b2">*deus-</b>, <b class="b2">dous-</b>; <b class="b3">δείελος</b> would have metrical lengthening for <b class="b3">*δέελος</b> < <b class="b3">*δεύσελος</b>, <b class="b3">δείλη</b> from contraction. Further see <b class="b3">δύω</b>. Not to <b class="b3">δῆλος</b>. - Ruijgh, Lingua 25 (1970) 319 thinks that it must be connected with Myc. [[eudewero]] \/[[eu-deiwelos]]?\/ (<b class="b3">δῆλος</b> did not contain a F.) | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ον,
A of or belonging to δείλη (q. v.), δ. ἦμαρ the evening part of day, eventide, Od.17.606, Theoc.25.86; δ. ὥρη A.R.3.417. II Subst. (sc. ἡμέρα), late evening, εἰσόκεν ἔλθῃ δ. ὀψὲ δύων Il.21.232, cf. Call.Hec.1.4.1; ποτὶ or ὑπὸ δείελον at even, AP9.650 (Leont.), A.R. 1.1160. 2 δείελον, τό, afternoon meal, Call.Fr.190 (perh. = Oxy. 1362 ii Fr.4). (δειελός Hdn.Gr.1.161.)
German (Pape)
[Seite 535] ον, nachmittäglich, abendlich, Hom. zweimal: Odyss. 17, 606 ἤδη γὰρ καὶ ἐπήλυθε δείελον ἦμαρ, der Nachmittag, vgl. 18, 306, wo der Abend eintritt, ἕσπερος; substantivisch δείελος in der Bedtg »Abend« Iliad. 21, 232 εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων, σκιάσῃ δ' ἐρίβωλον ἄρουραν. Aristarch meinte, daß sich die Formen δείελος und δείλη im Wesentlichen so verhielten, wie Σάμος Σάμη, χῶρος χώρα u. dgl., Scholl. Aristonic. Iliad. 21, 232 ἡ διπλῆ, ὅτι ἀρσενικῶς τὴν δείλην δείελον, anderes Scholium ἡ δείλη δείελος εἴρηται ὡς ἡ ἑσπέρα ἕσπερος, ὠνὴ ὦνος, χολὴ χόλος, vgl. Friedlaender Aristonic. Iliad. 2, 634; Buttm. Lexil. 2, 188. – Theocrit. 25, 86 Ἠέλιος μὲν ἔπειτα ποτὶ ζόφον ἔτραπεν ἵππους δείελον ἦμαρ ἄγων· τὰ δ' ἐπήλυθε πίονα μῆλα ἐκ βοτάνης ἀνιόντα μετ' αὔλιά τε σηκούς τε; Ap. Rh. 3, 417 δείελον ὥρην; ὑπὸ δείελον, gegen Abend, Ap. Rh. 1, 1160; – τὸ δ., das Vesperbrot, Callim. frg. 190, wo Eust. δειελίη las.
Greek (Liddell-Scott)
δείελος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν δείλην (ὃ ἴδε), δείελον ἦμαρ, τὸ πρὸς ἑσπέραν μέρος τῆς ἡμέρας, δειλινόν, βράδυ, Ὀδ. Ρ. 606, Θεόκρ. 25. 86· δ. ὥρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 417· πρβλ. δειλινός, εὐδείελος, ἐπιδείελος. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. (ἐννοουμένου τοῦ χρόνος), ἡ ἑσπέρα, τὸ δειλινόν, εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δείελος ὀψὲ δύων Ἰλ. Φ. 232· ποτὶ ἢ ὑπὸ δείελον, πρὸς τὴν ἑσπέραν, κατὰ τὸ δειλινόν, Ἀνθ. Π. 9. 650, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1160. 2) = δειελίη, Καλλ. ἀποσπ. 190.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de l’après-midi, du soir : δείελον ἦμαρ OD, subst. ὁ δείελος IL le soir.
Étymologie: δείλη.
English (Autenrieth)
(δείλη): pertaining to the late afternoon; δείελον ἦμαρ (= δείλη), Od. 17.606; subst., δείελος ὀψὲ δύων, Il. 21.232 (=δείελον ἦμαρ).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): δειελός Call.Fr.238.20, Hdn.Gr.1.161
I vespertino δ. ἦμαρ la tarde, Od.17.606, Theoc.25.86, δείελον ὥρην παύομαι ἀμήτοιο A.R.3.417, cf. Nonn.D.7.284, φάος Orph.A.1126
•predic. de dioses θεὸς ... δ. παρθενικῇ παρέμιμνε Nonn.D.42.176.
II subst.
1 ὁ δ. el atardecer, el crepúsculo εἰς ὅ κεν ἔλθῃ δ. ὀψὲ δύων Il.21.232, cf. Call.SHell.288.55, ποτὶ δείελον ὥριος ἔλθοις AP 9.650 (Leont.), αὔραις αἱ ... ὑπὸ δείελον ἠερέθονται A.R.1.1160.
2 ἐπὶ δείελα por la tarde, al atardecer ἐπὶ δείελα λώιον ἦμαρ Hes.Op.810, ἐπὶ δείελα δ' ἐστὶ χερείων Hes.Op.821
•neutr. como adv. al atardecer δείελον εἰσελάοντες Arat.1111.
3 subst. τὸ δ. la cena δειελὸν αἰτίζουσιν Call.Fr.l.c.
• Etimología: ¿De *deiu̯elo- < *deiHu̯1- ‘brillar’, rel. εὐδείηλος, δῆλος, qq.u.? ¿O de *deuselo- < *deus-, rel. ai. doṣā́ ‘tarde’, av. daošatara- ‘hacia el ocaso’, ‘al oeste’?
Greek Monolingual
δείελος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο δειλινό («δείελον ἦμαρ», «δείελος ὥρη»)
2. ως ουσ. α) το δειλινό (α. «ποτὲ δείελον» β. «ὑπὸ δείελον» — κατά το δειλινό)
β) δειελίη
το βραδινό φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. ανάγεται σε IE deus- «βυθίζομαι, βουλιάζω». Ο τ. δείελος χρησιμοποιήθηκε αντί του δέελος < δεύσελος, για μετρικούς λόγους (πρβλ. αρχ. ινδ. dosā «το απόγευμα», αβεστ. daōšatara- «εσπερινός, δυτικός», νεοπερσ. dōš «η τελευταία νύχτα που πέρασε»). Υποστηρίζεται ότι ο τ. δείελος συνδέεται με το δήλος, ενώ κατ' άλλους συνδέεται πιθ. με το δύω].
Greek Monotonic
δείελος: -ον (δείλη),
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή ανήκει στο δειλινό· δείελον ἦμαρ, το μέρος της ημέρας που πλησιάζει στο βράδυ, δειλινό, δείλι, βράδυ, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
II. ως ουσ. (ενν. χρόνος), το προχωρημένο απόγευμα· εἰσόκεν ἔλθῃ δείελος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
δείελος: (пред)вечерний: δείελον ἦμαρ Hom., Theocr. вечерняя пора, вечер.
II ὁ Hom., Anth. = δείελον ἦμαρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δείελος -ον [~ δείλη] avond-, avondlijk; subst. ἡ (ὁ) δείελος avond.
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: of the afternoon, of the evening, m. evening (Od.)
Other forms: δείελον n. evening meal (Call.); denomin. δειελιήσας after the evening meal (ρ 599; after ἑστιήσας). WW(-όν Hdn.)
Derivatives: δείλη f. afternoon, evening (also Φ 111 unless to be read δειέλη, Wackernagel Unt. 166; Hdt.) with δειλινός (LXX), δειελινός (Theoc.). - Doubtful denominative δείλετο (η 289; Aristarch for δύσετο); Schwyzer 722f. - Uncertain εὔδειλος (Alc. POxy. 2165 I 3) to λόφος; s. Gentili Maia 2 : 3, 1f.; cf. εὑδείελος.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Uncertain. Solmsen Unt. 87ff. Skt. doṣā́ evening, Av. daōšatara- lying towards the night, westerly, NPers. dōš last night, IE *deus-, dous-; δείελος would have metrical lengthening for *δέελος < *δεύσελος, δείλη from contraction. Further see δύω. Not to δῆλος. - Ruijgh, Lingua 25 (1970) 319 thinks that it must be connected with Myc. eudewero \/eu-deiwelos?\/ (δῆλος did not contain a F.)
Middle Liddell
δείλη
I. of or belonging to evening, δείελον ἦμαρ eventide, Od., Theocr.
II. as Subst. (sub. χρόνος), late evening, εἰσόκεν ἔλθηι δείελος Il.
Frisk Etymology German
δείελος: (-όν Hdn.)
{deíelos}
Forms: δείελον n. Abendessen (Kall.); denominatives Verb δειελιήσας gevespert habend (ρ 599; nach ἑστιήσας).
Meaning: nachmittägig, abendlich, m. Abend (ep. poet.),
Derivative: Daneben δείλη f. Nachmittag, Abend (nachhom.; auch Φ 111, falls nicht vielmehr δειέλη zu lesen, Wackernagel Unt. 166) mit δειλινός (LXX, Str., Plu. usw.), poet. δειελινός (Theok., Kall.). — Isolierte Denominativform δείλετο (η 289 nach Aristarch für δύσετο); vgl. θέρμετο zu θερμός u. a. m., Schwyzer 722f. — Sehr unsicher εὔδειλος (Alk. POxy. 2165 I 3) als Beiw. von λόφος; nach Gentili Maia 2 : 3, 1f. = dal bel tramonto (?); s. εὐδείελος.
Etymology : Nicht sicher erklärt. Semantisch ansprechend zieht Solmsen Unt. 87ff. einige indoiran. Wörter heran, aind. doṣā́ Abend, aw. daōšatara- gegen Abend gelegen, westlich, npers. dōš die letztvergangene Nacht, idg. deus-, dous-; dabei wäre δείελος metrische Dehnung für *δέελος aus *δεύσελος, δείλη durch Kontraktion entstanden. Weitere Anknüpfungen s. δύω. — Ältere Deutungsvorschläge bei Bq.
Page 1,355