Πήγασος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=Pigasos
|Transliteration C=Pigasos
|Beta Code=&#42;ph/gasos
|Beta Code=&#42;ph/gasos
|Definition=Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, <span class="title">Pegasus</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>281</span>, <span class="bibl">325</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 306</span>, <span class="bibl">Apollod.2.3.2</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, <span class="bibl">Paus.2.4.1</span>, etc. : pl. [[Πήγασοι]], as a sample of prodigies, pl.<span class="title">Phdr.</span>229d, cf. Cic.<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Pro Quinct]].<span class="bibl">25.80</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>8.72</span>, <span class="bibl">10.136</span> :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>76</span> : fem. Πᾱγᾰσὶς [[κράνα]], <span class="title">Hippocrene</span>, <span class="bibl">Mosch.3.77</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.).</span>
|Definition=Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, <span class="title">Pegasus</span>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>281</span>, <span class="bibl">325</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span> 306</span>, <span class="bibl">Apollod.2.3.2</span>, <span class="bibl">Str.8.6.21</span>, <span class="bibl">Paus.2.4.1</span>, etc. : pl. [[Πήγασοι]], as a sample of prodigies, pl.<span class="title">Phdr.</span>229d, cf. Cic.<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[Pro Quinct]].<span class="bibl">25.80</span>, <span class="bibl">Plin. <span class="title">HN</span>8.72</span>, <span class="bibl">10.136</span> :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pax</span>76</span> : fem. Πᾱγᾰσὶς [[κράνα]], <span class="title">Hippocrene</span>, <span class="bibl">Mosch.3.77</span>, cf. <span class="title">AP</span>11.24 (Antip.).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 13:50, 10 December 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Πήγᾰσος Medium diacritics: Πήγασος Low diacritics: Πήγασος Capitals: ΠΗΓΑΣΟΣ
Transliteration A: Pḗgasos Transliteration B: Pēgasos Transliteration C: Pigasos Beta Code: *ph/gasos

English (LSJ)

Dor. Πάγᾰσος [ᾱγ], ὁ, Pegasus, Hes.Th.281, 325, E.Fr. 306, Apollod.2.3.2, Str.8.6.21, Paus.2.4.1, etc. : pl. Πήγασοι, as a sample of prodigies, pl.Phdr.229d, cf. Cic.   A Pro Quinct.25.80, Plin. HN8.72, 10.136 :—Adj. Πηγάσειος [ᾰ], α, ον, πτερόν Ar.Pax76 : fem. Πᾱγᾰσὶς κράνα, Hippocrene, Mosch.3.77, cf. AP11.24 (Antip.).

Greek (Liddell-Scott)

Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ἵππος ἀναπηδήσας ἐκ τοῦ αἵματος τῆς Μεδούσης καὶ λαβὼν τὸ ὄνομα τοῦτο διότι ἐγεννήθη περὶ τὰς πηγὰς τοῦ Ὠκεανοῦ ἔνθα ὁ Περσεὺς ἔσφαξε τὴν Μέδουσαν, Ἡσ. Θεογ. 281· ἐπ’ αὐτοῦ ἵππευσεν ὁ Βελλεροφόντης ὅτε ἐφόνευσε τὴν Χίμαιραν, αὐτόθι 325· οἱ μετέπειτα ποιηταὶ περιγράφουσιν αὐτὸν ὡς ὑπόπτερον, Εὐρ. Ἀποσπ. 308, 309, Ἀριστοφ. Εἰρ. 76, πρβλ. Ἀπολλόδ. 2. 3, 2· καὶ ἔτι ὕστερον ἐθεωρεῖτο προσφιλὴς ταῖς Μούσαις καὶ ὑπὸ τὴν ὁπλὴν αὐτοῦ ἀνέβλυσε τὸ ὕδωρ τῆς Ἱπποκρήνης (ἵππου κρήνης) ἐπὶ τοῦ Ἑλικῶνος, Στράβ. 379, Παυσ. 2. 1, 4, κτλ.· ― πληθ. Πήγασοι, ὡς εἶδος τεράτων, Γοργόνων καὶ Πηγάσων Πλάτ. Φαῖδρ. 229Ε, κτλ. ― Ὑποκορ. Πηγάσιον, τό, Ἀριστοφ., ἔνθ’ ἀνωτ. ― Ἐπίθ. θηλ. Πηγασὶς κρήνη, ἡ Ἱπποκρήνη, Μόσχ. 3. 78, Ἀνθ. Π. 11. 24· καὶ παρὰ τοῖς Λατ. ποιηταῖς Pegasides καλοῦνται αἱ Μοῦσαι, Προπέρτ., κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Pégase, cheval ailé de Persée.
Étymologie: πήγνυμι, πηγή.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
1. μυθολ. φτερωτό άλογο, γιος του Ποσειδώνος και της Μέδουσας ή της Γης, γονιμοποιημένης από το αίμα της Γοργούς, ή της Γης από την οποία ξεπήδησε κατά την έριδα του Ποσειδώνος και της Αθηνάς στην Ακρόπολη τών Αθηνών
2. αστρον. εκτεταμένος ευδιάκριτος αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
νεοελλ.
1. ως προσηγ.
α) ζωολ. μικρόσωμο θαλάσσιο ψάρι, μήκους 15 περίπου εκατοστομέτρων, με επίμηκες σώμα, καλυμμένο, εκτός από την ουρά, από θώρακα με οστέινους δακτυλίους
β) φυσ. ονομασία πυρηνικού αντιδραστήρα τύπου κολυμβητικής δεξαμενής, προορισμένου για επιστημονική έρευνα, για δοκιμές καυσίμων
2. αστροναυτ. ονομασία σειράς τριών αμερικανικών επιστημονικών τεχνητών δορυφόρων που εκτοξεύθηκαν το 1965
3. φρ. «ιππεύει τον Πήγασο» ή «καβάλα στον Πήγασο» — έχει ποιητική έμπνευση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα -(α)σος (πρβλ. κόμπασος, μέθυσος, πέτασος) που θυμίζει υποκορ. ανθρωπωνύμια όπως: Δάμασος, Ἔλασος, Ἄρκεσος, Πήδασος (πρβλ. πηδώ). Η άποψη, σύμφωνα με την οποία το όνομα παράγεται από τη λ. πηγή οφείλεται μάλλον σε παρετυμολογία. Πιθανότερη φαίνεται η παραγωγή του από το επίθ. πηγός (< πήγνυμι), με την αρχική του σημ. «συμπαγής, δυνατός» και όχι με τη σημ. «άσπρος» που αποδόθηκε στο επιθ. μτγν. (βλ. λ. πηγός). Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι το όνομα ανάγεται στο προελληνικό γλωσσικό υπόστρωμα].

Greek Monotonic

Πήγᾰσος: Δωρ. Πάγασος, ὁ, ο Πήγασος, το άλογο που αναπήδησε από το αίμα της Μέδουσας και ονομάστηκε από τις πηγές (πηγαί) του Ωκεανού, κοντά στις οποίες σκοτώθηκε η Μέδουσα· το ίππευε ο Βελλεροφόντης όταν φόνευσε τη Χίμαιρα, σε Ησίοδ.· μεταγεν. ποιητές τον περιέγραφαν ως φτερωτό, σε Αριστοφ.· μεταγεν. επίσης θεωρήθηκε ο αγαπημένος των Μουσών και λέγεται ότι κάτω από τα πόδια του ανέβλυσε το νερό της Ιπποκρήνης πηγής (ἵππου κρήνη) στον Ελικώνα, σε Στράβ. κ.λπ.· επίθ. θηλ. Πηγασὶςκρήνη, Ιπποκρήνη, σε Μόσχ.

Russian (Dvoretsky)

Πήγᾰσος: дор. Πάγᾰσος (πᾱ) ὁ Пегас (крылатый конь Персея, а затем Беллерофонта) Hes., Arph., Plat.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: name of the mythical horse, that was begot by Poseidon with Medusa (Hes.).
Other forms: Dor. Πάγ-.
Derivatives: Πηγάσ-ειος, f. -ίς belonging to P. (Ar., Mosch., AP).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Appellat. meaning unknown; so without certain etymology. Morpholog. both with appellatives as πέτασος, κόμπασος as also with endearing names like Ἔλασος, Δάμασος comparable, it can be formally connected with πηγαί, πηγή (Hes. Th. 282, Prellwitz, Bq, Nilsson Gr. Rel. 1, 451) or with πηγός firm, strong, powerful (ἵππους π. I 124; Kretschmer Glotta 31, 95 ff.). The colour adj. πηγός white (also black), from which acc. to Malten (s. Wahrmann Glotta 17, 262), Schachermeyr Poseidon (1950) 179, v. Wilamowitz Glaube 1, 275 Πήγασος sould come (cf. Λεύκιππος), rests on a wrong interpretation of Homer (lit. s. πήγνυμι). -- Pre-Gr. origin is of course well possible; cf. Schwyzer 62 w. lit. It is now agreed upon that Pegasos derived from the first element of pih̯assassi-, an epithet of the Hittite and Luvian Storm-God (Starke Stammbild. 1990, 103-6).

Middle Liddell

Πήγᾰσος, δοριξ Πάγασος, ὁ,
Pegasus, a horse sprung from the blood of Medusa, and named from the springs (πηγαί) of Ocean, near which she was killed, ridden by Bellerophon when he slew Chimaera, Hes.: later poets describe him as winged, Ar.: later still, he was the favourite of the Muses, under whose hoof the fountain Hippocrene (ἵππου κρήν) sprang up on Helicon, Strab., etc.

Frisk Etymology German

Πήγασος: {Pḗgasos}
Forms: dor. Πάγ-
Grammar: m.
Meaning: N. eines mythischen Rosses, das von Poseidon in Roßgestalt mit Medusa erzeugt wurde (seit Hes.).
Derivative: Davon Πηγάσειος, f. -ίς ‘zu P. gehörig’ (Ar., Mosch., AP).
Etymology : Appellativische Bed. unbekannt; mithin ohne sichere Etymologie. Morphologisch sowohl mit Appellativa wie πέτασος, κόμπασος als auch mit Kosenamen wie Ἔλασος, Δάμασος vergleichbar, läßt es sich formal auf πηγαί, πηγή (Hes. Th. 282, Prellwitz, Bq, Nilsson Gr. Rel. 1, 451) oder auf πηγός fest, stark, kräftig (ἵππους π. I 124; Kretschmer Glotta 31, 95 ff.) beziehen. Das Farbenadj. πηγός weiß (auch schwarz), wovon nach Malten (s. Wahrmann Glotta 17, 262), Schachermeyr Poseidon (1950) 179, v. Wilamowitz Glaube 1, 275 Πήγασος stammen soll (vgl. Λεύκιππος), fußt auf falscher Homerinterpretation (Lit. s. πήγνυμι). — Vorgr. Herkunft ist selbstverständlich gut denkbar; vgl. Schwyzer 62 m. Lit.
Page 2,524-525