κυκλοτερής: Difference between revisions
(CSV import) |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kykloteris | |Transliteration C=kykloteris | ||
|Beta Code=kukloterh/s | |Beta Code=kukloterh/s | ||
|Definition=ές, (τείρω) <span class="sense" | |Definition=ές, (τείρω) <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[made round by turning]] (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου <span class="bibl">Hdt.4.36</span>): generally, [[round]], [[circular]], <b class="b3">κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε</b> stretched it [[into a circle]], <span class="bibl">Il.4.124</span>; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές <span class="bibl">Od.17.209</span>; <b class="b3">ὀφθαλμός, λιμήν</b>, <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>145</span>, <span class="bibl"><span class="title">Sc.</span> 208</span>; σφαῖρος <span class="bibl">Emp.27.4</span>; φῶς <span class="bibl">Id.45</span>; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ <span class="bibl">Hdt.4.184</span>; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον <span class="bibl">Id.1.194</span>; <b class="b3">κ. κοιλίαι</b>, of the sockets of bones, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>61</span>; αὐχήν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>190a</span>; κώθων <span class="bibl">Henioch. 1</span>; οἰκοδόμημα <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.5.6</span>; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς <span class="bibl">Arist.<span class="title">Cael.</span>294a8</span>; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην <span class="bibl">Id.<span class="title">Mete.</span>362b13</span>; πεδίον κ. τὸ σχῆμα <span class="bibl">Str.4.1.7</span>. Adv. -ρῶς <span class="title">Placit.</span>1.12.3, Ach. Tat.<span class="title">Intr.Arat.</span>21, Dsc.3.90, <span class="bibl">Gal.<span class="title">UP</span>16.11</span>. [ῡ always, by position.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:08, 11 December 2020
English (LSJ)
ές, (τείρω) A made round by turning (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Hdt.4.36): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124; ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th.145, Sc. 208; σφαῖρος Emp.27.4; φῶς Id.45; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; αὐχήν Pl.Smp.190a; κώθων Henioch. 1; οἰκοδόμημα X.HG4.5.6; κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael.294a8; γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete.362b13; πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [ῡ always, by position.]
German (Pape)
[Seite 1527] ές, rundgedreht, abgerundet; eigtl. von dem Drechsler gemacht, πέριξ τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Her. 4, 36; πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον 1, 194; – übh. ru nd, ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od. 17, 209; Hes. Th. 145 Sc. 208; κυκλοτερὲς μάγα τόξον ἔτεινεν, er spannte den Bogen rund, daß er sich wie zum Kreise krümmte, Il. 4, 124; ἡ τοῦ παντὸς περίοδος κυκλ. οὖσα Plat. Tim. 58 a; ἐπ' αὐχένι. κυκλοτερεῖ Conv. 189 e; τοῦ περὶ τὴν λίμνην κυκλοτεροῦς οἰκοδομήματος Xen. Hell. 4, 5, 6; Sp.; μόλιβος, Bleikugel, Philp. 17 (VI, 62); – auch adv., Blut.
Greek (Liddell-Scott)
κυκλοτερής: -ές, (τείρω) κατεσκευασμένος στρογγύλος, (τὴν γῆν ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου Ἡρόδ. 4. 36)· ἀκολούθως καθόλου, κυκλικός, στρογγύλος, κυκλοτερὲς μέγα ἔτεινε τόξον, τὸ ἐτέντωσε τόσον ὥστε νὰ ἐσχημάτισε κύκλον, Ἰλ. Δ 124· ἄλσος πάντοσε κυκλοτερὲς Ὀδ. Ρ. 209, Ἡσ. Φ. 145, Ἀσπ. Ἡρ. 208· οὖρος κυκλοτερὲς πάντῃ Ἡρόδ. 4. 184· πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον ὁ αὐτ. 1. 194· κ. κοιλίαι, ἐπὶ τῶν κοιλοτὴτων ἐν αἷς ἀρθροῦνται τὰ ὀστᾶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827· αὐχὴν Πλάτ. Συμπ. 189Ε· οἰκοδόμημα Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 6· ὁ ὄγκος τὴς γῆς Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 10, πρβλ. Μετεωρ. 2. 5, 14. Ἐπίρρ. -ρῶς, Πλούτ. 2. 892F. ῡ θέσει, ἀείποτε.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 arrondi au tour;
2 qui s’arrondit : κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν IL il tendit son grand arc qui s’arrondit ; rond, circulaire en gén.
Étymologie: κύκλος, τείρω.
English (Autenrieth)
ές (τείρω): circular, Od. 17.209; stretch or draw ‘into a circle,’ Il. 4.124.
Greek Monolingual
-ές (Α κυκλοτερής, -ές)
στρογγυλός, κυκλικός («γράφουσι κυκλοτερή τήν οίκουμένην», Αριστοτ.).
επίρρ...
κυκλοτερώς (Α κυκλοτερῶς)
κυκλικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + -τερής (< τείρω «εξαντλώ»].
Greek Monotonic
κυκλοτερής: -ές (τείρω), στρογγυλά κατασκευασμένος (όπως στον τόρνο), σε Ηρόδ.· έπειτα γενικά, κυκλικός, στρογγυλός, σε Όμηρ. κ.λπ.· κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν, το τέντωσε σε κύκλο, σε Ομήρ. Ιλ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυκλοτερής -ές [κύκλος, τείρω] cirkelvormig, rond:. κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε hij spande de grote boog zodat die rond gebogen stond Il. 4.124; χεύματα ἀργύρεα κυκλοτερέα ronde zilveren offerschalen Hdt. 1.51.5; γῆν, ἐοῦσαν κυκλοτερέα ὡς ἀπὸ τόρνου aarde, die als het ware met een passer rond is gemaakt Hdt. 4.36.2.
Russian (Dvoretsky)
κυκλοτερής:
1) кругом обточенный, шаровидный (ἡ γῆ Her.; ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arst.);
2) круглый (πλοῖα Her.; οἰκοδόμημα Xen.; βόθρος Plut.): κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινεν Hom. он согнул в круг, т. е. сильно натянул огромный лук.
Middle Liddell
κυκλο-τερής, ές τείρω
made round by turning (as in a lathe), Hdt.: then, generally, round, circular, Hom., etc.; κυκλοτερὲς τόξον ἔτεινεν stretched it into a circle, Il.