ἀμηχανία: Difference between revisions
κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → death is better than a life of misery, it is better not to live at all than to live in misery
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=amichania | |Transliteration C=amichania | ||
|Beta Code=a)mhxani/a | |Beta Code=a)mhxani/a | ||
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense" | |Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[want of means]] or [[resources]], [[helplessness]], ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν <span class="bibl">Od.9.295</span>; πενίην μητέρ' ἀμηχανίης <span class="bibl">Thgn.385</span>, cf. <span class="bibl">619</span> (pl.), <span class="bibl">Alc.92</span>, <span class="bibl">Hdt.8.111</span>, etc.; ὑπ' ἀμηχανίας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>475</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> of things, [[hardship]], [[trouble]], χειμῶνος ἀμηχανίη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Op.</span>496</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:30, 12 December 2020
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A want of means or resources, helplessness, ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν Od.9.295; πενίην μητέρ' ἀμηχανίης Thgn.385, cf. 619 (pl.), Alc.92, Hdt.8.111, etc.; ὑπ' ἀμηχανίας Ar.Av.475. II of things, hardship, trouble, χειμῶνος ἀμηχανίη Hes.Op.496.
German (Pape)
[Seite 124] ἡ, Rathlosigkeit, Verlegenheit, Hom. einmal, Od. 9, 295 ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν; – übh. Noth, öfter Her., der 8, 111 als Göttinnen Πενίη u. Ἀμ. ueben einander stellt; ähnl. Hes. κακοῦ χειμῶνος ἀμ. σὺν πενίῃ O. 496; εἰς κίνδυνον καὶ ἀμηχανίαν καθιστάναι Andoc. 2, 8; bei Xen. Oec. 9, 1 der εὐπορία entgegenstehend; ἀμηχανίᾳ συνέχονται, sie leiben Mangel, Oec. 1, 21.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμηχανία: Ἰων, -ίη, ἡ, ὡς τὸ ἀπορία = ἔλλειψις μέσω ἢ πόρων, ἔνδεια, Ὀδ. Ι. 295, Θέογν. 385, καὶ (κατὰ πληθ.) 619: ἀκολούθως ἐν Ἡροδ. 8. 111, Πινδ., καὶ Ἀττ., ὑπ’ ἀμηχανίας, Ἀριστοφ. Ὄρ. 475. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, δυσκολία, ταλαιπωρία, χειμῶνος ἀμηχανίη Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. (496).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
difficulté, embarras ; impuissance.
Étymologie: ἀμήχανος.
Spanish (DGE)
(ἀμηχᾰνία) -ας, ἡ
• Alolema(s): eol., dór. ἀμᾱ- Alc.364.2, Pi.P.2.54; jón. ἀμηχᾰνίη Thgn.385, Hdt.8.111
I ref. a medios materiales indigencia, falta de recursos καταλῦσαι τὴν στρατιὰν μᾶλλον ἢ ἄκοντας ὑπ' ἀμηχανίας ἐξελαθῆναι licenciar el ejército mejor que ser expulsados (del país) contra nuestra voluntad por falta de medios X.Cyr.6.1.15, τοὺς οἴκους κατατρίβουσι καὶ ἀμηχανίαις συνέχονται arruinan las casas y se ven afligidos por la indigencia X.Oec.1.21.
II en gener.
1 concebida como un agente o fuerza exterior impotencia, dificultades, imposibilidad c. giro preposicional ὑπ' ἀμηχανίας Ar.Au.475, ἀμηχανίης ὑπὸ λυγρῆς τειρομένη destrozada por dolor osa impotencia Call.Del.210, ὑπ' ἀμηχανίης σχομένη φάτο Call.Iou.28, διὰ τὴν ἀμηχανίαν ... τῶν ἀπαντωμένων Plb.16.10.4, ὑπ' ἔρωτος καὶ τῆς ἀμηχανίας Luc.VH 2.25, pero ὑπ' ἀμαχανίας ἄγων ἐς φάος τόνδε δᾶμον de lo hondo del infortunio llevando a la luz a este pueblo Pi.O.5.14
•tb. en instrum. ἀνθρωπίνη βιοτὴ ... συμπεφυρμένη ... ἀμηχανίῃσιν Democr.B 285, ἀμηχανίῃ δ' ἔσχοντο ἄφθογγοι A.R.1.638
•como suj. agente ἀμηχανίη δ' ἔχε θυμόν Od.9.295, ἀ. γὰρ ἐν αὐτῶν στήθεσιν ἰθύνειπλακτὸν νόον Parm.B 6.5, καρτερὸν περ' ἐόνθ' (τὸν λέοντα) αἱρεῖ ἀ. Thgn.294, ἴσχει γὰρ χαλεπῆς πείρατ' ἀμηχανίης Thgn.140, φωνὰν ἔσχεν ἀ. Call.Lau.Pall.84
•en gener. ἀλκὰν ἀμαχανιᾶν δυσβάτων Pi.N.7.97, βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος Pi.Fr.52d.26, ἀμαχανίαν ἀ[λ] έξων Pi.Fr.52f.10, σιγαλὸν ἀμαχανίαν ... φυγών Pi.P.9.92, εἰδὼς τὴν ἑαυτοῦ ἐν τοιοῖσδε πράγμασιν ἀμηχανίην Protag.B 9, τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν' E.Med.645, ἐξ ἀμηχανίας εὐπορίαν τινὰ ηὑρηκυῖα X.Oec.9.1, ἀμηχανίης εὗρε πόρον Epigr.Gr.1073.4 (IV a.C.), cf. ἀμαχανίας πόρον εἶδες Lyr.Adesp.101.7, πρῶτοι δυσμενέων εὗρον ἀμηχανίην fueron los primeros en descubrir la impotencia de los enemigos e.d. los primeros en derrotarlos epigr. en Aeschin.3.184, ἀ. περιέστη τοὺς ἀνθρώπους Plb.36.3.1, πολλὴ τὸν βασιλέα κατεῖχεν ἀ. D.H.3.22, quanta ἀμηχανία! Cic.Att.15.29, τὰς ἐκ τοῦ δανείζεσθαι καὶ ὀφείλειν ἀμηχανίας Plu.2.830a, τὴν παροῦσαν ὀλοφυρομένων ἀμηχανίαν Plu.Cam.31, cf. tb. Adam.1.6
•c. gen. subjet. dificultades, agobio χειμῶνος Hes.Op.496, κακότητος A.R.4.1259
•imposibilidad πραγμάτων Chrys.M.62.639.
2 concebida como un estado en el que se cae, gener. en dat. c. ἐν tribulación, impotencia, falta de recursos, no saber qué hacer κείμενος ἐν μεγάλῃ ... ἀμηχανίῃ Thgn.646, πολλ' ἐν ἀμηχανίῃσι κυλίνδομαι ἀχνύμενος κῆρ Thgn.619, εἶδον ... ἐν ἀμαχανίᾳ ψογερὸν Ἀρχίλοχον Pi.P.2.54, ἐν οἵῳ κινδύνῳ τε καὶ ἀμηχανίᾳ καθέστατε And.2.8, ἐν ἀμηχανίᾳ ἔπεσε D.C.78.35.3, ἐν ἀμηχανίᾳ δέ μου ὄντος Iust.Phil.Dial.2.6, εἰς ἀμηχανίαν ... ἐμπίπτουσιν Onas.42.4
•tb. como suj. de verbos copulativos ἔρδειν δ' ἀμφοτέροισιν ἀ. παράκειται Thgn.685, φιλεῖ δὲ τᾷ δυστρόπῳ ... ἁρμονίᾳ κακὰ ἀ. συνοικεῖν E.Hipp.162.
III personif. emparentada diversamente con Penía ‘la Pobreza’ Indigencia Πενία ... ἀ μέγαν δάμνα λᾶον Ἀμαχανίᾳ σὺν ἀδελφέᾳ Alc.364.2, πενίην μητέρ' ἀμηχανίης Thgn.385, θεοὺς δύο ... Πενίην τε καὶ Ἀ. Hdt.8.111.
Greek Monolingual
η (Α ἀμηχανία) ἀμήχανος
απορία, έλλειψη τρόπου για διέξοδο από δυσχέρειες, στενοχώρια
νεοελλ.
δυσχέρεια, αμφιβολία, ενδοιασμός
αρχ.
έλλειψη μέσων και τρόπων για την ικανοποίηση βιοτικών αναγκών, ένδεια.
Greek Monotonic
ἀμηχᾰνία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. έλλειψη μέσων, ένδεια, ανικανότητα, ανεπάρκεια, αδυναμία, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· ὑπ' ἀμηχανίας, σε Αριστοφ.
II. λέγεται για πράγματα, δυσκολία, κακουχία, συμφορά, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀμηχᾰνία: ион. ἀμηχᾰνίη, дор. ἀμᾱχᾰνία ἡ
1) недоумение, смущение, тж. затруднительное положение Plut.: ἀ. ἔχε θυμόν Hom. смущение овладело душой (каждого), (все мы) были поражены;
2) бедственное положение, нужда, тж. скудость Her., Pind., Arph., Xen.
Middle Liddell
[from ἀμήχανος
I. want of means, helplessness, impotence, Od., etc.; ὑπ' ἀμηχανίας Ar.
II. of things, hardship, trouble, Hes.